Δεν μπορείς να γράψεις μια ερωτική ιστορία



Ψάχνοντας το αρχείο μου με τα λογοτεχνικά περιοδικά, έπεσα πάνω στο τεύχος 30 (Χειμώνας του 1998) από το Νέο Επίπεδο που εξέδιδε και συνεχίζει να εκδίδει ο εικαστικός Γιάννης Στεφανάκις. Εκείνο το τεύχος ήταν αφιερωμένο στην Μέθη, με κείμενα από τους Γιώργο Κ. Καραβασίλη, Ηλία Λάγιο, Γιώργο Μπλάνα, Λεωνίδα Χρηστάκη και πολλούς άλλους. Το τεύχος είχε συμπέσει και με τον θάνατο του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού όπου μάλιστα στην πρώτη σελίδα του περιοδικού δημοσιεύεται και το τελευταίο του ίσως γραπτό κείμενο, αντί του καθιερωμένου προλόγου από τον Στεφανάκι. Υπάρχει ακόμα ένα ανέκδοτο ποίημα του Νίκου Καρούζου, γραμμένο στην «Ράμπα» τον Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς, όπου μπορείτε να διαβάσετε στο √  καθώς και το δισέλιδο κόμικ που εικονογραφεί τούτη την ανάρτηση. Το κόμικ είναι σχεδιασμένο από τον Στέλιο Νικολάου (διευθυντής σύνταξης του περιοδικού «Κόμιξ» [1988 – 2013] που εξέδιδε η Νέα Ακτίνα) αλλά δεν αναγράφεται πουθενά ο κειμενογράφος της ιστορίας. Όπου «κειμενογράφος» τελικά - όπως ανακάλυψα μετά από χρόνια – είναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι και μέσα από τούτη την ιστορία με ήρωες την Μάρτζυ και τον Καρλ. Το Δεν μπορείς να γράψεις μια ερωτική ιστορία όπου είναι βασισμένο το δισέλιδο κόμικ βρίσκεται μέσα στο βιβλίο: Τσαρλς Μπουκόφσκι / Ιστορίες μια Θαμμένης Ζωής σε μετάφραση Έφης Φρυδά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδυσσέας.
………………………………

Δεν μπορείς να γράψεις μια ερωτική ιστορία

Η Μάρτζυ θα ‘βγαινε μ’ αυτό τον τύπο, αλλά καθώς πήγαινε στο ραντεβού του αυτός ο τύπος συνάντησε έναν άλλο τύπο με πέτσινο σακάκι και ο τύπος με το πέτσινο σακάκι άνοιξε το πέτσινο σακάκι του και έδειξε τα βυζιά του στον άλλο τύπο και ο άλλος τύπος πήγε στη Μάρτζυ και της είπε ότι δε θα ‘μενε στο ραντεβού τους, γιατί ‘κείνος ο τύπος με το πέτσινο σακάκι του ‘χε δείξει τα βυζιά του και θα τον πήδαγε ‘κείνο τον τύπο. Έτσι η Μάρτζυ πήγε να δει τον Καρλ. Ο Καρλ ήταν σπίτι και ‘κείνη κάθισε και είπε στον Καρλ: «Ένας τύπος θα με πήγαινε σ’ ένα καφενείο με τραπέζια έξω και θα πίναμε κρασί και θα κουβεντιάζαμε, αυτό είναι όλο, τίποτ’ άλλο, όμως καθώς ερχόταν αυτός ο τύπος συνάντησε έναν άλλο τύπο με πέτσινο σακάκι και ο τύπος με το πέτσινο σακάκι έδειξε στον άλλο τύπο τα βυζιά του και τώρα αυτός ο τύπος θα πηδήξει τον τύπο με το πέτσινο σακάκι, κι έτσι εγώ χάνω το τραπέζι μου και το κρασί και την κουβέντα».
«Δεν μπορώ να γράψω», είπε ο Καρλ. «Πάει έφυγε».
Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, έκλεισε την πόρτα και έχεσε. Ο Καρλ έχεζε τέσσερις πέντε φορές τη μέρα. Δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει. Έκανε πέντε έξι φορές τη μέρα μπάνιο. Δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει. Για τον ίδιο λόγο μεθούσε.
Η Μάρτζυ άκουσε το καζανάκι. Ο Καρλ βγήκε.
«Δεν μπορεί να γράφει κανείς οχτώ ώρες τη μέρα. Ούτε μπορεί να γράφει κάθε μέρα ή κάθε βδομάδα. Είναι κακό αυτό. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτ’ άλλο παρά να περιμένεις».
Ο Καρλ πήγε στο ψυγείο κι έβγαλε ένα καφάσι Μισελόμπ. Άνοιξε το μπουκάλι.
«Είμαι ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου», είπε. «Ξέρεις τι δύσκολο που είναι αυτό;»
Η Μάρτζυ δεν αποκρίθηκε.
«Νιώθω τον πόνο να σέρνεται πάνω μου. Μου ‘χει γίνει σαν δεύτερο πετσί. Πόσο θα ‘θελα ν’ αλλάξω αυτό το πετσί σαν να ‘μουνα φίδι».
«Γιατί δεν πέφτεις στο χαλί να κάνεις μια δοκιμή;»
«Για πες μου που σε γνώρισα;» τη ρώτησε.
«Στο φασολάδικο του Μπάρνεη».
«Έτσι εξηγείται. Πιες μια μπίρα».
«Βέβαια», είπε η Μάρτζυ, «ξέρω. Χρειάζεσαι μοναξιά. Θέλεις να μείνεις μόνος σου με τον εαυτό σου. Εκτός φυσικά όταν θες γυναίκα, ή όταν χωρίζουμε – τότε είσαι συνέχεια στο τηλέφωνο. Και μου λες ότι μ’ έχεις ανάγκη. Μου λες ότι θα πεθάνεις από το χτεσινοβραδινό μεθύσι. Ότι είσαι αδύναμος».
«Είμαι αδύναμος».
«Και είσαι τόσο βαρετός όταν είσαι κοντά μου, ποτέ δεν τη βρίσκεις. Εσείς οι συγγραφείς είστε τόσο… εκλεπτυσμένοι… που δεν μπορείτε ν’ ανεχτείτε τους ανθρώπους. Η ανθρωπότητα ζέχνει, έτσι;»
«Έτσι».
«Όμως, όποτε χωρίζουμε, αρχίζεις κάτι τρελά τετραήμερα πάρτι. Και ξάφνου γίνεσαι πνευματώδης, αρχίζεις ΝΑ ΜΙΛΑΣ! Γεμίζεις ξάφνου ζωή, και μιλάς και χορεύεις και τραγουδάς. Ανεβαίνεις πάνω στο τραπέζι και χορεύεις, πετάς μπουκάλια έξω από το παράθυρο, απαγγέλεις αποσπάσματα από τον Σέξπηρ. Ζωντανεύεις ξάφνου – όταν λείπω εγώ. Α ναι, τα έχω μάθει όλα!»
«Δεν μ’ αρέσουν τα πάρτι. Και ειδικά οι άνθρωποι στα πάρτι μου είναι πολύ αντιπαθητικοί».
«Σκέψου να σ’ αρέσανε κιόλας, πόσα θα ‘κανες».
«Άκουσέ με Μάρτζυ, δε με καταλαβαίνεις. Δεν μπορώ να γράψω πια. Ξόφλησα. Πήρα κάπου μια λαθεμένη στροφή. Πέθανα κάπου μες στη νύχτα».
«Εσύ δεν πεθαίνεις με τίποτα – εκτός από κανένα μεθύσι».
«Ο Τζέφερς είπε ότι ακόμα και οι πιο δυνατοί άντρες παγιδεύονται».
«Ποιος είναι ο Τζέφερς;»
«Αυτός που έκανε το Μπιγκ Σουρ τουριστική παγίδα».
«Τι θα κάνεις απόψε;»
«Θ’ ακούσω τα τραγούδια του Ραχμάνινοφ».
«Ποιος είναι αυτός;»
«Ένας πεθαμένος Ρώσος».
«Βρε για κοίτα πως κατάντησε. Κάθεσαι κει και δεν κάνεις τίποτα».
«Περιμένω. Υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν δυο χρόνια. Καμιά φορά δεν ξαναγυρίζει ποτέ».
«Κι αν δεν ξαναγυρίσει ποτέ;»
«Τότε θα φορέσω τα παπούτσια μου και θα κατέβω στη Μέιν Στρητ».
«Γιατί δεν πας να βρεις καμιά δουλειά της προκοπής;»
«Δεν υπάρχουν δουλειές της προκοπής. Ένας συγγραφέας, αν δεν καταφέρει να δημιουργήσει, είναι νεκρός».
«Έλα τώρα Καρλ! Υπάρχουν δισεκατομμύρια άνθρωποι σε τούτο τον κόσμο που δεν τα καταφέρνουν να δημιουργήσουν. Θες να μου πεις ότι όλοι αυτοί είναι νεκροί;»
«Ναι».
«Ενώ εσύ είσαι ψυχωμένος, έ; Εσύ είσαι από τους λίγους που ‘ναι ψυχωμένοι;»
«Έτσι φαίνεται».
«Έτσι φαίνεται! Αμάν πια εσύ και η μικρούλα σου η γραφομηχανή! Αμάν πια εσύ και τα μικρούλικά σου τσεκ! Μωρέ η γιαγιά μου βγάζει περισσότερα λεφτά από σε΄να!»
Ο Καρλ άνοιξε ακόμα ένα μπουκάλι μπίρα.
«Μπίρες! Μπίρες! Αμάν πια εσύ και οι κωλομπίρες σου! Ακόμα και στα διηγήματά σου τις βάζεις: «Ο Μάρτυ πήρε την μπίρα του. Καθώς σήκωσε τα μάτια είδε μια νταρντανοξανθιά να μπαίνει μες στο μπαρ και να κάθεται δίπλα του…». Ε, λοιπόν έχεις δίκιο. Είσαι ξοφλημένος. Το υλικό σου είναι περιορισμένο, πολύ περιορισμένο. Δεν μπορείς να γράψεις μια ερωτική ιστορία, δεν μπορείς να γράψεις μια ερωτική ιστορία της προκοπής».
«Έχεις δίκιο Μάρτζυ».
«Όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να γράψει μια ερωτική ιστορία, τότε είναι άχρηστος».
«Εσύ πόσες έχεις γράψει;»
«Εγώ δεν κάνω το συγγραφέα».
«Φαίνεται όμως πως κάνεις τη μεγάλη λογοτεχνική κριτικό», είπε ο Καρλ.
Η Μάρτζυ δεν άργησε να φύγει μετά απ’ αυτό. Ο Καρλ κάθισε και ήπιε τις υπόλοιπες μπίρες. Ήταν αλήθεια, η συγγραφική του ικανότητα τον είχε εγκαταλείψει. Να και κάτι που θα έκανε ευτυχισμένους τους περιθωριακούς φίλους του. Θ’ ανέβαιναν έτσι ένα σκαλί. Ο θάνατος, περιθωριακός ή μη, τους ευχαριστούσε. Θυμήθηκε τον Έντικοτ, ο Έντικοτ καθόταν κει πέρα κι έλεγε: «Λοιπόν, ο Χέμινγουεη πέθανε, ο Ντος Πάσος πέθανε, ο Πάτσεν πέθανε, ο Πάουντ πέθανε, ο Μπέριμαν πήδησε από τη γέφυρα… τα πράγματα γίνονται όλο και καλύτερα, όλο και καλύτερα».
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Καρλ το σήκωσε. «Ο κύριος Γκάντλινγκ;»
«Μάλιστα», απάντησε εκείνος.
«Θα θέλατε μήπως να διαβάσετε τα ποιήματά σας στο Κολέγιο Φέρμαουντ;»
«Ε, ναι, ποια μέρα;»
«Στις 30 του επόμενου μήνα».
«Μου φαίνεται ότι είμαι ελεύθερος εκείνη τη μέρα».
«Η συνηθισμένη μας πληρωμή είναι εκατό δολάρια».
«Εγώ παίρνω συνήθως εκατόν πενήντα. Ο Γκίνσμπεργκ παίρνει χίλια».
«Ο Γκίνσμπεργκ μπορεί. Εμείς πάντως μπορούμε να σας δώσουμε εκατό».
«Εντάξει».
«Ωραία κύριε Γκλάντλιγκ. Θα σας στείλουμε τις λεπτομέρειες».
«Και τα έξοδα του ταξιδιού; Είναι πολύ μακριά».
«Καλά, είκοσι πέντε δολάρια ακόμα για τα έξοδα ταξιδιού».
«Καλά».
«Θα θέλατε να μιλήσετε και σε μερικές τάξεις;»
«Όχι».
«Το γεύμα δωρεάν».
«Σύμφωνοι».
«Λοιπό, κύριε Γκάντλινγκ, θα σας περιμένουμε μ’ ανυπομονησία στη σχολή».
«Χαίρεται».
Ο Καρλ βημάτισε πάνω κάτω στο δωμάτιο. Κοίταξε τη γραφομηχανή του. Πέρασε μέσα μια κόλα χαρτί, κι ύστερα κοίταξε ένα κορίτσι με μια πολύ κοντή φούστα που περνούσε έξω από το παράθυρο. Μετά άρχισε να χτυπάει τα πλήκτρα.
«Η Μάρτζυ θα ‘βγαινε μ’ αυτό τον τύπο, αλλά καθώς πήγαινε στο ραντεβού του αυτός ο τύπος συνάντησε έναν άλλο τύπο με πέτσινο σακάκι και ο τύπος με το πέτσινο σακάκι άνοιξε το πέτσινο σακάκι του και έδειξε τα βυζιά του στον άλλο τύπο και ο άλλος τύπος πήγε στη Μάρτζυ και της είπε ότι δε θα ‘μενε στο ραντεβού τους, γιατί ‘κείνος ο τύπος με το πέτσινο σακάκι του ‘χε δείξει τα βυζιά του…»
Ο Καρλ πήρε την μπίρα του. Ένιωθε καλά που ξανάγραφε.
……………………………………………………………..