Παραμονή χριστουγέννων, μόνος


Παραμονή χριστουγέννων, μόνος,
στο δωμάτιο ενός μοτέλ
κάτω στην ακτή
κοντά στον Ειρηνικό---
τον ακούς;

έχουν προσπαθήσει να κάνουν αυτό το μέρος εντελώς
Ισπανικό, υπάρχει
ταπετσαρία και λάμπες, και
η τουαλέτα είναι καθαρή, υπάρχουν
μικροσκοπικά ροζ
σαπουνάκια.

δεν θα μας βρουν
εδώ:
τα μπαρακούντα ή οι κυρίες ή
οι προσκυνητές
ειδώλων.

πίσω στην πόλη
είναι μεθυσμένοι και πανικοβλημένοι
περνώντας τα φανάρια με κόκκινο
ανοίγοντας τα κεφάλια τους στα δύο
προς τιμήν των γενεθλίων
του Χριστού. αυτό είναι καλό.

σύντομα θα τελειώσω αυτό το 750άρι
ρούμι από το Πουέρτο Ρίκο.
το πρωί θα ξεράσω και
θα κάνω ντους, θα οδηγήσω πίσω
στην πόλη, θα φάω ένα σάντουιτς γύρω στη 1 μ.μ.,
θα ‘χω γυρίσει στο δωμάτιό μου μέχρι τις
2,
απλωμένος στο κρεβάτι,
περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει,
χωρίς να απαντήσω,
η αργία μου είναι μια
απόδραση, η λογική μου
όχι.
..................................................................................... 

Το ποίημα γράφτηκε το 1973, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό, This Is Not The Titanic No. 1, το 1974 και συμπεριλήφθηκε στην συλλογή Love is a Dog from Hell, το 1977, Black Sparrow Press.
Φώτο: Χριστουγεννιάτικη κάρτα με ζωγραφιά και υπογραφή του Μπουκόφσκι που κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 1988 σε 24 αριθμημένα αντίτυπα.

Hollywood / η φωτογράφηση του Barfly



Κεφάλαιο 37

Ξαναπήγαμε στο ίδιο μέρος λίγες μέρες αργότερα για μερικές ημερήσιες λήψεις και ο Τζον ήρθε και μας βρήκε αμέσως μετά το γεύμα, πριν μπούμε στο μπαρ.
«Περίμενε» μου είπε ο Τζον «όπου να ‘ναι έρχεται ο φωτογράφος Κόρμπελ Βήκερ. Θέλει να πάρει μερικές φωτογραφίες εσένα, του Τζακ και της Φρανσίν. Είναι γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Φημίζεται για τις φωτογραφίες που τραβάει στις γυναίκες: τους χαρίζει λάμψη και αίγλη…»
Σταθήκαμε λοιπόν στο σοκάκι πίσω από το μπαρ. Υπήρχε ένα κράμα σκιάς και ήλιου κάτω από κει. Νόμιζα πως θα περιμέναμε πολλή ώρα, αλλά ο Κόρμπελ Βήκερ ήρθε σε πέντε λεπτά. Ήταν γύρω στα 55, με φουσκωτό πρόσωπο και στρογγυλή κοιλιά. Φορούσε κασκόλ και μπερέ. Είχε δυο νεαρούς μαζί του, που κουβαλούσαν τα σύνεργά του. Έμοιαζαν και οι δυο φοβισμένοι και υπάκουοι.
Έγιναν οι συστάσεις.
Μετά ο Κόρμπελ μας σύστησε στους βοηθούς του.
«Από δω ο Ντέιβιντ…»
«Από δω ο Γουίλλιαμ…»
Χαμογέλασαν και οι δυο συγκρατημένα.
Μετά ήρθε η Φρανσίν. «Ω, ω, ω!» έκανε ο Κόρμπελ, καθώς έτρεξε προς το μέρος της και τη φίλησε.
Μετά οπισθοχωρήσαμε μερικά βήματα.
«Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν… Α! Α!» Κούνησε τα χέρια του. «Αυτό είναι! Μάλιστα!»
Πίσω από το μπαρ ήταν εγκαταλειμμένος ένας παλιός, σπασμένος καναπές. Τον πήρε το μάτι του.
«Εσύ», με κοίταξε, «πήγαινε να καθίσεις στον καναπέ…»
Πλησίασα και κάθισα στον καναπέ, «Τώρα, Φρανσίν, κάθισε στα γόνατά του…»
Η Φρανσίν φορούσε ένα χτυπητό κόκκινο φόρεμα με σκίσιμο στη φούστα. Φόραγε κόκκινα παπούτσια, κόκκινες κάλτσες και άσπρα μαργαριτάρια. Κάθισε στα γόνατά μου. Κοίταξα γύρω και έκλεισα το μάτι στη Σάρα.

«Αυτό είναι! Μάλιστα!»
«Μήπως είναι σκληρός ο πωπός μου;» ρώτησε η Φρανσίν.
«Όχι, καθόλου. Μην ανησυχείς».
«Κάμερα ΤΕΣΣΕΡΑ!» ούρλιαξε ο Κόρμπελ Βήκερ.
Ο Ντέιβιντ έτρεξε με την υπ’ αριθμόν 4 κάμερα και ο Κόρμπελ την πέρασε στο λαιμό του και έπεσε στο ένα του γόντο… Ακούστηκε ένα κλικ και άστραψε το φλας…
«ΩΡΑΙΑ!ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ!»
Άλλο κλικ, άλλο φλας…
«ΜΑΛΙΣΤΑ! ΜΑΛΙΣΤΑ!»
Κλικ, φλας…
«ΦΡΑΝΣΙΝ, ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΦΑΝΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΟΙ ΓΑΜΠΕΣ ΣΟΥ! ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ! ΜΑΛΙΣΤΑ! ΜΑΛΙΣΤΑ!»
Κλικ και φλας, κλικ και φλας…
Φωτογράφιζε με μανία, με πάθος…
«ΦΙΛΜ! ΦΙΛΜ!» φώναξε.
Ο Γουίλλιαμ έτρεξε μ’ ένα καινούργιο φιλμ, το τοποθέτησε στην κάμερα και έβαλε το παλιό μέσα στο ειδικό κουτί.
Ο Κόρμπελ έπεσε και στα δυο γόνατα, ρύθμισε την απόσταση και ξαφνικά έβαλε τις φωνές: «ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ, ΔΙΑΒΟΛΕ! ΘΕΛΩ ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ ΕΞΙ, ΓΡΗΓΟΡΑ! ΓΡΗΓΟΡΑ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ!»
Ο Ντέιβιντ έτρεξε με την υπ’ αριθμόν έξι κάμερα, την πέρασε στο λαιμό του Κόρμπελ και πήρε πίσω την κάμερα τέσσερα.
«ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΓΑΜΠΑ, ΦΡΑΝΣΙΝ! ΕΤΣΙ ΜΠΡΑΒΟ! Σ’ ΑΓΑΠΩ, ΦΡΑΝΣΙΝ, ΕΙΣΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΑΡ ΤΟΥ ΧΟΛΛΥΓΟΥΝΤ!»
Κλικ, φλας… Κλικ, φλας… πάλι… και πάλι… και πάλι.
Μετά ήρθε ο Τζακ Μπλέντσο.
«ΤΖΑΚ, ΚΑΘΙΣΕ ΚΙ ΕΣΥ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ! ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΠΛΕΥΡΑ! ΝΑΙ! ΝΑΙ!»
Κλικ, φλας… Κλικ, φλας…
«ΦΙΛΜ! ΦΙΛΜ!» ούρλιαξε ο Κόρμπελ.
Οι φωτογραφίες προορίζονταν για ένα γυναικείο περιοδικό με μεγάλη κυκλοφορία.
«ΕΝΤΑΞΕΙ. ΕΣΕΙΣ ΠΑΙΔΙΑ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ! ΘΕΛΩ ΤΗ ΦΡΑΝΣΙΝ ΜΟΝΗ!»
Την έβαλε να ξαπλώσει με τον αγκώνα του ενός χεριού της να στηρίζεται στο μπράτσο του καναπέ και με το άλλο χέρι της στην πλάτη του να κρατάει ένα μακρύ τσιγάρο. Η Φρανσίν ξετρελάθηκε με την πόζα.
Κλικ, κλικ, φλας, φλας…
Η τελευταία μεγάλη σταρ του Χόλλυγουντ.
Οι νεαροί έτρεξαν με καινούργιο φιλμ, καινούργιες κάμερες… Υποθέτω πως είχαν την αίσθηση ότι εργάζονται σε βενζινάδικο.
Μετά ο Κόρμπελ πρόσεξε το συρμάτινο φράχτη.
«Ο ΦΡΑΧΤΗΣ!» ούρλιαξε.
Έβαλε τη Φρανσίν να γείρει προκλητικά πάνω στο φράχτη, με τον Τζακ Μπλέντσο από τη μία πλευρά και μένα από την άλλη.

«ΩΡΑΙΑ! ΩΡΑΙΑ!»
Του άρεσε η ιδέα του φράχτη κι τράβηξε πολλές φωτογραφίες. Του την είχε δώσει ο φράχτης. Ίσως να ήταν το φόντο από πίσω.
Φλας, κλικ, φλας, κλικ…
Και μετά, εντελώς απότομα, σταμάτησε.
«Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ…»
Φίλησε ξανά τη Φρανσίν. Τα παιδιά βάλθηκαν να μαζεύουν τα πράγματα, να τα αριθμούν, να τα αμπαλάρουν. Ο Γουίλλιαμ είχε ένα σημειωματάριο και κατέγραφε τα πάντα: αριθμό λήψεων, χρόνο, θέμα, κάμερα και φιλμ.
Ύστερα έφυγαν όλοι κι εγώ με τη Σάρα πήγαμε στο μπαρ. Οι μπαρόβιοι κομπάρσοι ήταν εκεί. Ήταν κινηματογραφικοί αστέρες τώρα και είχαν αποκτήσει κάποια αξιοπρέπεια. Είχαν γίνει πιο ήσυχοι, σαν να σκέφτονταν μεγάλα πράγματα. Τους προτιμούσα όπως ήταν πριν. Η ταινία κόντευε να τελειώσει και λυπόμουν λίγο που είχα χάσει τόσες μέρες από τα γυρίσματα, αλλά όταν παίζει κανείς στον ιππόδρομο είναι υποχρεωμένος να απαρνείται σχεδόν όλα τα άλλα.
Ας είναι. Παρήγγειλα μπίρα για μένα και κόκκινο κρασί για τη Σάρα.
«Τι λες, θα ξαναγράψεις ποτέ σενάριο;» ρώτησε.
«Αμφιβάλλω. Είσαι αναγκασμένος να κάνεις ένα σωρό σπαστικούς συμβιβασμούς και πρέπει να φαντάζεσαι συνεχώς το πώς θα φαίνεται το ένα και πως το άλλο μεσ’ από την κάμερα. Θα το πιάσουν αυτό οι θεατές; Παράλληλα σχεδόν το καθετί αναστατώνει ή προσβάλλει τους θεατές, ενώ οι άνθρωποι που διαβάζουν μυθιστορήματα και διηγήματα, όχι μόνο δεν έχουν αντίρρηση να αναστατώνονται, αλλά τους αρέσει κιόλας».
«Εσύ ‘σαι μάνα σε κάτι τέτοια…»
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Τζον Πίνσοτ. Πήρε μια θέση δίπλα μου και χαμογέλασε.
«Το κάθαρμα» είπε
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σάρα.
«Μήπως σταμάτησε πάλι η ταινία;» ρώτησα.
«Όχι, δεν είναι αυτό… Κάτι άλλο…»
«Σαν τι;»
«Ο Τζακ Μπλέντσο αρνείται να δώσει την άδεια για τη δημοσίευση των φωτογραφιών που τραβήξατε πριν από λίγο».
«Τι έγινε λέει;»
«Ναι, ένα από τα παιδιά του Κόρμπελ Βήκερε πήγε στο τροχόσπιτό του με τα χαρτιά και ο Τζακ αρνήθηκε να υπογράψει την άδεια για τις φωτογραφίες. Μετά πήγε ο ίδιος ο Κόρμπελ. Τα ίδια».
«Μα γιατί;» ρώτησα, «Γιατί δέχτηκε να φωτογραφηθεί και μετά αρνιέται να υπογράψει την άδεια;»
«Δεν ξέρω. Μπορούμε όμως να κάνουμε τη δουλειά μας χρησιμοποιώντας τις δικές σου φωτογραφίες και της Φρανσίν. Θα ‘ρθείτε να παρακολουθήσετε την επόμενη λήψη;»
«Ασφαλώς…»
«Θα ‘ρθω να σας πάρω…»
«Ευχαριστούμε…»
Απομείναμε με τη Σάρα να σκεφτόμαστε το θέμα που είχε δημιουργηθεί. Νομίζω δηλαδή πως το σκεφτόταν και κείνη. Για τον εαυτό μου είμαι βέβαιος.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα ήταν πως οι ηθοποιοί είναι διαφορετικοί από μας. Έχουν τον δικό τους τρόπο να σκέφτονται. Όταν ξοδεύεις, εδώ που τα λέμε, ώρες, μέρες, χρόνια απ’ τη ζωή σου προσποιούμενος ότι είσαι ένα πρόσωπο που δεν είσαι, δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες πάνω σου. Ήδη είναι δύσκολο να είσαι ο εαυτός σου. Φαντάσου λοιπόν να προσπαθείς να είσαι κάποιος άλλος που δεν είσαι. Και μετά κάποιος άλλος. Στην αρχή μπορεί το πράγμα να είναι συναρπαστικό, αλλά σε λίγο, έπειτα από δεκάδες πρόσωπα που έχεις υποδυθεί, πιθανόν να δυσκολεύεσαι να θυμηθείς ποιος είσαι ο ίδιος, ειδικά όταν πρέπει να βρεις μόνος σου τα λόγια σου.
Φαντάστηκα ότι ο Τζακ Μπλέντσο τα είχε χαμένα και νόμισε ότι είχαν φωτογραφήσει κάποιον άλλο και όχι τον ίδιο. Έτσι, το μόνο που του έμενε να κάνει, ήταν να μην υπογράψει την άδεια. Το έβρισκα λογικό. Αποφάσισα να το εξηγήσω στη Σάρα.
Την κοίταξα που άφηνε κάτω το ποτήρι της και άναβε τσιγάρο.
Μετά σκέφτηκα πως ήταν μάλλον καλύτερα να της το εξηγήσω μια άλλη φορά και τραβώντας μια γερή γουλιά από τη μπίρα μου αναρωτήθηκα αν στο γυναικείο εκείνο περιοδικό θα δημοσίευαν καμία από τις φωτογραφίες με τη Φρανσίν να κάθεται, με τον όμορφο σφιχτό πισινό της, στα γόνατά μου…

Μέσα από το βιβλίο Hollywood. Μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, εκδόσεις Απόπειρα, 1996.

Τα πρόσωπα
Φρανσίν: Φαίη Ντάναγουεϊ
Τζακ Μπλέντσο: Μίκυ Ρουρκ
Κόρμπελ Βήκερ: Χέλμουτ Νιούτον

Σημ. Η πρώτη φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε και για το εξώφυλλο της Σουηδική έκδοσης του Hollywood.  

Μια Διαβολική Πόλη


Ο Φρανκ κατέβηκε τις σκάλες. Δεν του άρεσαν τα ασανσέρ.
Δεν του άρεσαν πολλά πράγματα. Αντιπαθούσε λιγότερο τις σκάλες απ’ όσο αντιπαθούσε τα ασανσέρ.
Ο θυρωρός του φώναξε: «Κύριε Έβανς! Έρχεστε λίγο από εδώ, παρακαλώ;»
Το πρόσωπο του θυρωρού έμοιαζε σαν χυλός από καλαμποκάλευρο. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Φρανκ για να μην τον χτυπήσει. Ο θυρωρός κοίταξε τριγύρω στον προθάλαμο, ύστερα έγειρε πολύ κοντά.
«Κύριε Έβανς, σας παρακολουθούμε».  
Ο θυρωρός ξανάριξε μια ματιά τριγύρω στον προθάλαμο, είδε ότι δεν βρισκόταν κανένας κοντά, ύστερα έγειρε και πάλι μπροστά.
«Κύριε Έβανς, σας παρακολουθούμε και πιστεύουμε ότι χάνετε τα λογικά σας».
Ο θυρωρός έγειρε τότε προς τα πίσω και κοίταξε κατάματα τον Φρανκ.
«Έχω όρεξη να πάω να δω καμιά ταινία», είπε ο Φρανκ. «Ξέρεις αν παίζεται καμιά καλή ταινία στην πόλη
«Ας μείνουμε στο θέμα, κύριε Έβανς».
«Οκ, χάνω τα λογικά μου. Κάτι άλλο;»  
«Θέλουμε να σας βοηθήσουμε κύριε Έβανς. Νομίζω ότι βρήκαμε ένα κομμάτι από τα λογικά σας. Θα θέλατε να σας το δώσουμε πίσω;»
«Εντάξει, δώστε μου πίσω ένα κομμάτι από τα λογικά μου.»
Ο υπάλληλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον πάγκο κι έβγαλε ένα πράγμα τυλιγμένο σε σελοφάν.
«Ορίστε, κύριε Έβανς.»
«Ευχαριστώ.»
Ο Φρανκ το πέταξε μέσα στην τσέπη του παλτού του και βγήκε έξω. Ήταν ένα ψυχρό φθινοπωρινό βράδυ και περπάτησε κάτω στο δρόμο, δυτικά.  Σταμάτησε στο πρώτο στενό, χώθηκε μέσα. Έβαλε το χέρι του μέσα στο παλτό κι έπιασε το τυλιγμένο πράγμα, έβγαλε το σελοφάν. Έμοιαζε σαν τυρί. Μύριζε σαν τυρί. Έφαγε μια δαγκωνιά. Είχε γεύση τυριού. Το έφαγε όλο, ύστερα βγήκε από το στενό και περπάτησε ξανά στο δρόμο.
Έστριψε στον πρώτο κινηματογράφο που βρήκε, αγόρασε το εισιτήριό του και μπήκε μέσα στο σκοτάδι. Έκατσε σε μια θέση προς τις πίσω σειρές. Δεν είχε πολύ κόσμο. Το όλο μέρος μύριζε κάτουρο. Οι γυναίκες στην οθόνη ήταν ντυμένες όπως ήταν στην δεκαετία του ’20 και οι άντρες είχαν βαζελίνη στα μαλλιά τους, χτενισμένα προς τα πίσω, έντονα και ίσια. Οι μύτες τους φαίνονταν πολύ μακριές και οι άντρες είχαν επίσης μάσκαρα κάτω από τα μάτια τους. Δεν ήταν καν ομιλούσα ταινία. Τα λόγια εμφανίζονταν μετά από κάθε σκηνή: Η ΜΠΛΑΝΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ. Ένα τύπος με ίσια λιγδιασμένα μαλλιά έδινε στην Μπλανς να πιεί από ένα μπουκάλι τζιν. Η Μπλανς φάνηκε να αρχίζει να μεθάει. Η ΜΠΛΑΝΣ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΖΑΛΙΖΕΤΑΙ. ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΗΝ ΦΙΛΗΣΕ.
Ο Φρανκ έριξε μια ματιά τριγύρω. Παντού φαίνονταν κεφάλια να πηγαίνουν πάνω-κάτω. Δεν υπήρχαν καθόλου γυναίκες στην αίθουσα. Οι τύποι φαίνονταν να παίρνουν πίπες ο ένας στον άλλον. Του έδιναν και καταλάβαινε. Δεν φαίνονταν να κουράζονται καθόλου. Οι άντρες που κάθονταν μόνοι τους φαίνονταν να τραβάνε μαλακία. Το τυρί ήταν καλό. Ευχήθηκε ο υπάλληλος να του ‘χε δώσει λίγο ακόμα τυρί.
ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΒΓΑΖΕΙ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΗΣ ΜΠΛΑΝΣ.
Και κάθε φορά που κοίταζε τριγύρω ένας τύπος τον πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ύστερα όταν ο Φρανκ έστρεφε τα μάτια του προς την ταινία ο τύπος μετακινούταν 2 ή 3 θέσεις πιο κοντά του.
ΕΚΑΝΕ ΕΡΩΤΑ ΣΤΗΝ ΜΠΛΑΝΣ ΚΑΘΩΣ ΕΚΕΙΝΗ ΗΤΑΝ ΑΒΟΗΘΗΤΗ ΚΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ.
Κοίταξε ξανά. Ο τύπος ήταν 3 θέσεις μακριά του. Ανασαίνοντας βαριά. Ύστερα ο τύπος βρισκόταν ακριβώς στην θέση δίπλα από αυτόν.
«Ω, σκατά,» είπε ο τύπος, «Ω, γαμώτο, ωωω.ωωω.ωωω.αχ,αχ! ίουυ! Ωχ!»
ΟΤΑΝ Η ΜΠΛΑΝΣ ΞΥΠΝΗΣΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ΣΥΝΗΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕ ΠΩΣ ΕΙΧΕ ΑΤΙΜΑΣΤΕΙ.
Ο τύπος μύριζε λες και δεν είχε σκουπίσει ποτέ τον κώλο του. Ο τύπος είχε γύρει μπροστά του, και του έτρεχαν σταγόνες από τα σάλια του από κάθε πλευρά του στόματος.
Ο Φρανκ πάτησε το κουμπί απ’ τον σουγιά του: «Πρόσεξε!» είπε στον τύπο. «Αν έρθεις ακόμα λίγο πιο κοντά ίσως και να πάθεις ζημιά από αυτό!»
«Ωχ, θεέ μου!» είπε ο τύπος. Σηκώθηκε από την σειρά των θέσεων κι έτρεξε προς τον διάδρομο, ύστερα περπάτησε γρήγορα κάτω στον διάδρομο και χώθηκε στην πρώτη σειρά. Δυο τύποι καθόντουσαν εκεί. Ο ένας τραβούσε μαλακία στον άλλον καθώς κατέβαζε το κεφάλι του προς τα κάτω. Ο τύπος που ενοχλούσε τον Φρανκ κάθισε εκεί και τους παρακολουθούσε.
ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ, Η ΜΠΛΑΝΣ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΟΙΚΟ ΑΝΟΧΗΣ.
Ύστερα ο Φρανκ ήθελε να κατουρήσει. Σηκώθηκε και πήγε προς την πινακίδα: ΑΝΤΡΕΣ. Μπήκε μέσα. Βρωμούσε για τα καλά. Του ‘ρθε να κάνει εμετό, άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και μπήκε μέσα. Τον έβγαλε έξω και άρχισε να κατουράει. Ύστερα άκουσε κάτι ήχους.
«Ωωωωω σκατά ωωωωω σκατά ωωωωχ ωωωωχ θεέ μου είναι ένα φίδι μια κόμπρα ω χριστούλη μου ωωωωχ ωωωωχ!»
Υπήρχε μια τρύπα στο διαχωριστικό που χώριζε τις τουαλέτες. Είδε ένα μέρος από το μάτι του τύπου. Πήρε το πέος του και το γύρισε από την άλλη κατουρώντας πάνω στο μάτι του τύπου.
«Ωωωωωχ ωωωωωχ, βρωμερό γαμίδι!» είπε ο τύπος. «ωωχ κτήνος, διάολε, μαλακισμένο!» Άκουσε τον τύπο να κόβει το χαρτί της τουαλέτας και να σκουπίζει το πρόσωπό του. Ύστερα ο τύπος άρχισε να κλαίει. Ο Φρανκ βγήκε από την τουαλέτα, έπλυνε τα χέρια του. Δεν ήθελε να δει την υπόλοιπη ταινία. Ήταν και πάλι έξω στον δρόμο περπατώντας πίσω για το ξενοδοχείο. Ύστερα βρισκόταν μέσα στον προθάλαμο. Ο θυρωρός του έκανε νεύμα.
«Ναιρώτησε ο Φρανκ.
«Κοιτάξτε, κύριε Έβανς, συγχωρήστε με. Απλά σας έκανα πλάκα
«Για ποιο θέμα
«Ξέρετε
«Όχι, δεν ξέρω.»
«Να, για το ότι χάνετε τα λογικά σας. Είχα πιει, καταλαβαίνετε. Μην το πείτε σε κανέναν γιατί θα χάσω τη δουλειά μου. Απλά ήμουν πιωμένος. Ξέρω ότι δεν χάνετε τα λογικά σας. Απλά έκανα πλάκα.»
«Μα, χάνω τα λογικά μου,» είπε ο Φρανκ, «και σ’ ευχαριστώ για το τυρί.»
Ύστερα γύρισε κι ανέβηκε την σκάλα. Όταν μπήκε στο δωμάτιό του κάθισε στο γραφείο. Έβγαλε έξω τον σουγιά του, πάτησε το κουμπί, κοίταξε την λεπίδα. Ήταν καλά ακονισμένη μέχρι κάτω. Μπορούσε να μαχαιρώσει ή να κόψει. Πάτησε το κουμπί κι έβαλε το μαχαίρι πίσω στην τσέπη του. Ύστερα ο Φρανκ βρήκε στυλό και χαρτί και ξεκίνησε να γράφει:

«Αγαπημένη μου μητέρα:

Αυτή είναι μια διαβολική πόλη. Ο Διάβολος έχει τον έλεγχο. Το σεξ είναι παντού και δεν χρησιμοποιείται σαν όργανο της Ομορφιάς όπως το προόρισε ο Θεός αλλά σαν ένα όργανο του Διαβόλου. Ναι, έχει πέσει για τα καλά στα χέρια του διαβόλου, μέσα σε Διαβολικά χέρια. Νεαρά κορίτσια εξαναγκάζονται να πιουν τζιν, ύστερα διακορεύονται από αυτά τα τέρατα και σπρώχνονται μέσα σε οίκους ανοχής. Είναι απαίσιο. Είναι απίστευτο. Η καρδιά μου είναι σκισμένη στα δυο.
Χθες περπάτησα κατά μήκος της ακτής. Όχι κατά μήκος της ακτής ακριβώς, αλλά κατά μήκος στην κορυφή του γκρεμού και ύστερα σταμάτησα και κάθισα εκεί καθώς ανέπνεα την Ομορφιά. Η θάλασσα, ο ουρανός, η άμμος. Η ζωή έγινε μια Αιώνια Μακαριότητα. Ύστερα συνέβη το πιο απίστευτο πράγμα. Τρεις μικροί σκίουροι με είδαν από κάτω και άρχισαν να σκαρφαλώνουν τον γκρεμό. Έβλεπα τα μικρά τους πρόσωπα να μου ρίχνουν κλεφτές ματιές πίσω από τους βράχους και τις χαραμάδες του γκρεμού καθώς σκαρφάλωναν προς εμένα. Τελικά έφτασαν μπροστά στα πόδια μου. Τα μάτια τους με κοίταζαν. Ποτέ, Μητέρα, δεν ξανάδα τόσο όμορφα μάτια, καθαρά από την Αμαρτία: ολόκληρος ο ουρανός, ολόκληρη η θάλασσα, Αιωνιότητα υπήρχε μέσα στα μάτια τους. Τελικά κουνήθηκα, κι εκείνα

Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Ο Φρανκ σηκώθηκε, πήγε προς τα εκεί, την άνοιξε. Ήταν ο θυρωρός.
«Κύριε Έβανς, σας παρακαλώ, πρέπει να σας μιλήσω.»
«Εντάξει, πέρνα μέσα.»
Ο θυρωρός έκλεισε την πόρτα και στάθηκε μπροστά στον Φρανκ. Ο θυρωρός μύριζε σαν κρασί.
«Κύριε Έβανς, σας παρακαλώ μην πείτε στην διεύθυνση για την παρεξήγησή μας.»
«Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς.»
«Είστε υπέροχος άντρας, κύριε Έβανς. Ξέρετε, έπινα
«Σας συγχωρώ. Τώρα φύγετε.»
«Κύριε Έβανς, είναι κάτι που πρέπει να σας πω.»
«Πολύ καλά. Τι είναι;»
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σας, κύριε Έβανς.»
«Ω, εννοείς ψυχικά, έτσι, αγόρι μου;»
«Όχι, σωματικά, κύριε Έβανς»
«Τι;»
«Το κορμί σας, κύριε Έβανς. Σας παρακαλώ μην προσβληθείτε, αλλά θέλω να με ξεσκίσετε!»
«Τι;»
«ΞΕΣΚΙΣΤΕ ΜΕ, κύριε Έβανς! Με έχει ξεσκίσει το μισό Ναυτικό της Αμερικής! Αυτά τα αγόρια ξέρουν τι είναι καλό, κύριε Έβανς. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από έναν ξεσκισμένο ασπρουλιάρη!»
«Θα φύγεις από το δωμάτιό μου τώρα!» Ο θυρωρός πέρασε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του Φρανκ, ύστερα το στόμα του ήταν πάνω στο στόμα του Φρανκ. Το στόμα του θυρωρού ήταν πολύ υγρό και κρύο, βρωμούσε. Ο Φρανκ τον έσπρωξε μακριά.
«Ελεεινέ μπάσταρδε! ΜΕ ΦΙΛΗΣΕΣ!»
«Σας αγαπώ, κύριε Έβανς!»
«Βρωμερό γουρούνι!»
Ο Φρανκ έπιασε το μαχαίρι, πάτησε το κουμπί, η λεπίδα πετάχτηκε έξω και την έχωσε στο στομάχι του θυρωρού. Ύστερα την τράβηξε έξω.
«Κύριε Έβανς… θεέ μου... »
Ο θυρωρός έπεσε στο πάτωμα. Είχε βάλει και τα δυο του χέρια πάνω στην πληγή προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα.
«Μπάσταρδε! ΜΕ ΦΙΛΗΣΕΣ!»
Ο Φρανκ έσκυψε προς τα κάτω και ξεκούμπωσε το παντελόνι του θυρωρού. Ύστερα έπιασε το πέος του θυρωρού, το τράβηξε προς τα πάνω και το έκοψε τρία τέταρτα από πάνω προς τα κάτω.
«Ωχ, θεέ μου θεέ μου θεέ μου θεέ μου.» είπε ο θυρωρός.
Ο Φρανκ πήγε προς το μπάνιο, πήρε το πράγμα και το πέταξε στην λεκάνη. Ύστερα τράβηξε το καζανάκι. Ύστερα έπλυνε πολύ καλά τα χέρια του με σαπούνι και νερό. Βγήκε έξω, κάθισε και πάλι στο γραφείο. Έπιασε το στυλό.
«… έτρεξαν μακριά αλλά είχα δει την Αιωνιότητα.
Μητέρα, πρέπει να φύγω από αυτή την πόλη, από αυτό το ξενοδοχείο – ο Διάβολος έχει τον έλεγχο σε σχεδόν όλα τα κορμιά. Θα σου γράψω και πάλι από την επόμενη πόλη – ίσως το Σαν Φραντσίσκο, το Πόρτλαντ ή το Σηάτλ. Νιώθω πως θέλω να πάω βόρεια. Σε σκέφτομαι συνεχώς κι ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη και καλά στην υγεία σου, και ο Κύριος να είναι πάντα μαζί σου.

Με αγάπη,
ο γιός σου,
Φρανκ.»

Έγραψε την διεύθυνση στον φάκελο, τον έκλεισε, έβαλε ένα γραμματόσημο και ύστερα σηκώθηκε και τον έβαλε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του που κρεμόταν στην ντουλάπα. Ύστερα πήρε μια βαλίτσα από την ντουλάπα, την έβαλε πάνω στο κρεβάτι, την άνοιξε και ξεκίνησε να πακετάρει.  
………………………………………………………….........................................................

Το παραπάνω διήγημα του Μπουκόφσκι εμφανίστηκε στην πρώτη συλλογή με διηγήματα που κυκλοφόρησε ποτέ ο συγγραφέας, και συγκεκριμένα το 1972 από τον City Lights του Λώρενς Φερλινγκέτι, με τίτλο, Erections, Ejaculations, Exhibitions, and General Tales of Ordinary Madness.
Το 1994, ο νεαρός σκηνοθέτης Richard Sears - έχοντας μόλις αποφοιτήσει από την σχολή του - θα δοκιμάσει τις κινηματογραφικές του δυνατότητες φτιάχνοντας μια μικρού μήκους ταινία που πατάει πάνω στο An Evil Town του Μπουκόφσκι. Το αποτέλεσμα είναι ένα τολμηρό, neo noir μικρού μήκους (20 λεπτά) όπου στην πορεία του για τα φεστιβάλ θα κερδίσει και τα βραβεία καλύτερης μικρού μήκους στο Φεστιβάλ Καννών καθώς και στο The New York Underground Film Festival. Την ίδια ιστορία της Διαβολικής Πόλης ο Sears θα την βάλει και στην μεγάλη μήκους του ταινία, In the Drink το 2010, όπου δυο γεροκαραβάνες της μπάρας εξιστορούν τρεις ιστορίες σε έναν νεαρό που έχει επισκεφθεί το μπαρ της γειτονιάς τους και ο τελευταίος δεν ξέρει κατά πόσο είναι πραγματικές ή φανταστικές.

Bukowski / The Way the Dead Love


Τουλάχιστον 15 χρόνια πριν - και κάπου εκεί στο 2003 - η Χολιγουντιανή εταιρεία παραγωγής Klasky Csupo, που ειδικεύεται στα animation και είναι μεταξύ άλλων υπεύθυνη για κάποια επεισόδια των Simpsons καθώς και των Rugrats, αποφάσισε να κάνει μια animation ταινία μεγάλου μήκους με ήρωα τον Χένρι Τσινάσκι και τις περιπέτειές του. Οι φήμες λένε πως φωνή στον Τσινάσκι θα έδινε ο Τζόνι Ντεπ ενώ για την μουσική επένδυση του animation είχαν ενδιαφερθεί ο Peter Gabriel καθώς και οι Radiohead. Το σενάριο που φυσικά ήταν εμπνευσμένο από τα διηγήματα του Μπουκόφσκι, είχε γράψει ο συγγραφέας Bruce Wagner ενώ τον σχεδιασμό είχε αναλάβει ο Laslo Nosek που τελικά εκείνη την χρονιά ασχολήθηκε και τέλειωσε το Rugrats go Wild.
Το The Way the Dead Love, όπου θα ήταν και ο τίτλος της ταινίας, τελικά δεν έγινε ποτέ αλλά αυτό που έγινε ήταν κάποιοι πιλότοι για το animation που όπως φαίνεται από τα παρακάτω πέντε επεισόδια που κυκλοφόρησαν, (χωρίς τον Τζόνι Ντεπ) το πρότζεκτ προχωρούσε αρκετά καλά. Για τον λόγο τελικά που δεν έγινε ποτέ το The Way the Dead Love, άγνωσται αι βουλαί της Λίντα Λί και του Ιδρύματος Μπουκόφσκι!

Μια συνομιλία με την Λίντα Λι Μπουκόφσκι


Κάπου εκεί πίσω στο 2008 η αμερικανίδα ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας Γκρέις Καβαλιέρι πήρε μια συνέντευξη από την γυναίκα του Μπουκόφσκι, Λίντα Λι Μπουκόφσκι, για λογαριασμό του περιοδικού Oranges & Sardines. Ένα περιοδικό το οποίο είχε πάρει τον τίτλο του από το ποίημα του Φράνκ Ο’ Χάρα, Why Im not a Painter (Γιατί δεν είμαι Ζωγράφος). Το Oranges & Sardines αργότερα μετονομάστηκε σε PoetsArtists, αλλά όλες αυτές οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες είναι για κάτι φανζίν σαν και τούτο που τα ξεψειρίζουν όλα. Η συνέντευξη τελικά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στο περιοδικό διότι η Λίντα Λι ήθελε να αλλάξει όλες τις απαντήσεις όπου είχε δώσει αρχικά, και ο εκδότης του Oranges & Sardines καθώς και η Καβαλιέρι αποφάσισαν να μην την πιέσουν άλλο, βάζοντας την συνέντευξη στο συρτάρι. Επειδή όμως σε ψηφιακή εποχή ζούμε, τα συρτάρια ψάχνονται και σχεδόν τα πάντα βγαίνουν στην φόρα, η συγκεκριμένη συνέντευξη εμφανίστηκε κάποια στιγμή στο διαδίκτυο, την τσιμπήσαμε και την μεταφράσαμε για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Γκρέις Καβαλιέρι: Ο άνθρωπος Τσαρλς Μπουκόφσκι ήταν διαφορετικός από τον ποιητή Τσαρλς Μπουκόφσκι;

Λίντα Λι Μπουκόφσκι: Ήταν πάντα ο ίδιος άνθρωπος. Μια μοναδική προσωπικότητα και πάντα αυθεντικός. Δεν υπήρχε περίπτωση να φορέσει κάποια μάσκα για να δείξει κάτι άλλο. Ήταν αυθεντικός και πάντα ο εαυτός του.

Γκρέις: Διάβαζα τις προάλλες ένα άρθρο του μουσικοκριτικού Τζεφ Χάιμς, για το πώς επηρέασε ο Μπουκόφσκι την μουσική, κυρίως την φολκ και την ροκ. Ποιες τέχνες είναι αυτές που νομίζεις πως επηρέασε και άλλαξε ο Μπουκόφσκι;

Λίντα Λι: Ω, ο Χανκ επηρέασε γενιές καλλιτεχνών, εκατοντάδες καλλιτέχνες. Μπορώ να αναφέρω ένα σωρό μουσικά κομμάτια και είδη μουσικής, όχι μόνο ποπ αλλά και κλασική μουσική, μπαρόκ, τζαζ, νέο-μοντέρνα, ότι μπορείς να φανταστείς. Μόλις επέστρεψα από το Μπέρμπανκ κι από μια γκαλερί όπου ήταν τα εγκαίνια μιας έκθεσης για τον Μπουκόφσκι. Ήταν για ένα βιβλίο σχετικό με τα μέρη που πήγε, ένα οδηγός Μπουκόφσκι. Η έκθεση παρουσίασε 25 καλλιτέχνες κι ο καθένας τους είχε κάνει κι από ένα πορτραίτο σχετικό με τον Μπουκόφσκι. Το ΚΑΛΥΤΕΡΟ πορτραίτο ωστόσο που έχει γίνει το ‘χει κάνει ο Τζον Ρέτζιστερ, μια πραγματική ιδιοφυΐα, ένας νέο-ρεαλιστής, φαντάσου τον Έντουαρντ Χόπερ αλλά καλύτερος, πολύ καλύτερος.

Γκρέις: Που βρίσκεται αυτό το πορτραίτο;

Λίντα Λι: Το κοιτάζω αυτή την στιγμή. Ο Τζον το είχε φτιάξει από μνήμης αλλά ο Χανκ τον είχε γνωρίσει πιο παλιά. Ο Ρέτζιστερ έκανε και το εξώφυλλο για το βιβλίο του Χανκ, Χόλυγουντ (1989). Ήταν ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες που υπήρξαν, έχει φύγει πια. Αλλά αυτά τα παιδιά στην Γκαλερί στο Μπέρμπανκ που είχαν κάνει αυτά τα πορτραίτα, ήταν τόσο όμορφα, ένα υπέροχο νεανικό κοινό. Τόσο ευγενικοί. 

Γκρέις: Πως ήταν να είσαι μαζί με έναν άνθρωπο που βρισκόταν πάντα στο φως της δημοσιότητας;

Λίντα Λι: Κοίτα, όταν τον γνώρισα, δεν ήταν! Ζούσε σε μια τρώγλη μέσα σε αυτόν τον σκληρό κόσμο που έγραφε. Είχα ένα εστιατόριο υγιεινής διατροφής και ήμουν ένα αυθεντικό παιδί των λουλουδιών της δεκαετίας του ’60. Μετέπειτα φυσικά έγινα μια επαναστάτρια. Παρεμπιπτόντως, ο Χανκ κορόιδευε πάντα τους Χίπις και τους αποκαλούσε ανόητους και αδύναμους. 

Γκρέις: Ποιο ήταν το εστιατόριό σου;

Λίντα Λι: Ένα καφέ υγιεινής διατροφής. Το Ντιου Ντροπ Ιν, στην παραλία του Ρεδόντο.

Γκρέις: Ήσουνα Χίπισσα, οκ. Όταν ο Μπουκόφσκι εμφανιζόταν δημόσια, ήταν διαφορετικός απ’ ότι ήταν στο σπίτι;

Λίντα Λι: Δεν έκανε καμία διαφορά. Ήταν πολύ ντροπαλός και του άρεσε να παραμένει ανώνυμος ακόμα κι όταν εμφανιζόταν δημόσια. Είχε παραμορφωθεί από κάποια δερματολογικά προβλήματα και δεν είχε ελκυστικό παρουσιαστικό, και αυτό τον έκανε να αισθάνεται καλύτερα όταν βρισκόταν με τους μη κανονικούς. Δεν ξέρω ποιο ήρθε πρώτο, το δερματικό του πρόβλημα ή η ντροπαλότητα, αλλά αισθανόταν πιο άνετα να δουλεύει με αυτούς που ήταν διαφορετικοί.

Γκρέις: Πως γνωριστήκατε;

Λίντα Λι: Είχα διαβάσει τα βιβλία του και διάβαζα τακτικά στην LA WEEKLY τις Σημειώσεις ενός Πορνόγερου. Πήγαινα σε κάθε απαγγελία που έκανε και γινόταν σε ακτίνα 150 χιλιομέτρων. Δεν τον είχα γνωρίσει αλλά τον λάτρευα και αγαπούσα την σοφία και το ταλέντο του. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα τον γνώριζα, αλλά ήταν σαν να ερχόταν ο Στήβεν Χώκινς στην πόλη, θα πήγαινα να ακούσω κάθε λέξη που έλεγε. Ο χώρος στο οποίο δούλευε και έγραφε ήταν απίστευτος. Τον γνώρισα οκτώ χρόνια πριν παντρευτούμε.

Γκρέις: Πως θα περιέγραφες αυτόν τον άνθρωπο;

Λίντα Λι: Ήταν το νούμερο # 1. Δεν θα υπάρξει άλλος για εμένα εκτός από αυτόν. Ήταν ο καλύτερος άντρας που γνώρισα ποτέ μου. Η πρόσβασή μου τότε και στην αρχή, ήταν η ποίηση και αργότερα αυτός, σαν άντρας. Το να είναι ποιητής ήταν η δουλειά του. Αλλά για μένα ήταν τα πάντα, σύζυγος, εραστής, φίλος, πολεμιστής, ο συνεργάτης μου, το κάθαρμά μου.

Γκρέις: Πες μας για την τρυφερή πλευρά του.

Λίντα Λι: Ήταν τόσο τρυφερός στην προσπάθειά του να είναι τρυφερός. Είχε μια εσωτερική τρυφερότητα από την παιδική του ηλικία. Το είχε στερηθεί και είχε καταπιεστεί, έπρεπε να διώξει αυτή την στέρηση και την καταπίεση ώστε να ορθοποδήσει. Διάβασε το Τοστ Ζαμπόν (1982). Μακάρι να μπορούσες να δεις φωτογραφίες του από όταν ήταν μικρό παιδί με το χέρι του πατέρα του περασμένο πάνω από τον ώμο του. Αυτή ήταν πιθανών η στιγμή ακριβώς μετά κι αφού τον είχε δείρει μέχρι θανάτου ή θα τον έδερνε το αμέσως επόμενο λεπτό επειδή είχε πάρει την λάθος κλίση σώματος. Το μικρό αγόρι ήταν σαν μια αφίσα για τα κακοποιημένα παιδιά. Γι’ αυτόν τον λόγο έγινε και η φωνή για τους καταπιεσμένους. Εγώ δεν είχα εισπράξει ποτέ τέτοιου είδους σωματικό πόνο. Όλοι έχουμε πονέσει αλλά όχι κατά αυτόν τον τρόπο. Δεν περπάτησα τον δρόμο όπως τον περπάτησε εκείνος, αλλά είχα τα δικά μου βάσανα. Είναι το γαϊτανάκι της ζωής που έχουμε με όλα αυτά τα διαφορετικά νήματα μέσα του, που φτιάχνουν υποθέτω όλη αυτήν την δημιουργικότητα. Κάθε κλωστή προστίθεται μέσα σε αυτό.

Γκρέις: Θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό;

Λίντα Λι: Ναι. Με το να γνωρίσω τον Χανκ και να τον αγαπήσω. Αλλά επίσης είμαστε τα τυχερά Όντα στη γη με μια στέγη πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι ένα πιάτο φαΐ, ενώ δισεκατομμύρια άλλοι δεν έχουν τίποτα, ούτε καν μια μικρή φωτιά να κάτσουν γύρω της.

Γκρέις: Πως ένιωθε ο Χανκ για την κατανομή του πλούτου στον κόσμο;

Λίντα Λι: Ήταν θυμωμένος. Το σιχαινόταν. Δεν καταλάβαινε πως οι πλούσιοι μπορούσαν ποτέ να ισχυριστούν πως γνώριζαν τι είναι πόνος. Εξελίχθηκε τόσο ώστε να έχει αρκετά αλλά ποτέ δεν ήταν εκατομμυριούχος. Ο κόσμος έχει μια εικόνα ενός πλούσιου Μπουκόφσκι. Μένουμε σε ένα σπιτάκι σε μια πόλη της εργατικής τάξης. Ο κόσμος έχει την εντύπωση πως ήταν σούπερ πλούσιος. Έχουμε αυτό το μικρό μέρος αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι.

Γκρέις: Τι πίστευε για το λογοτεχνικό κατεστημένο;

Λίντα Λι: Έλεγε, όταν αρχίσει να με γουστάρει το κατεστημένο της ανατολικής ακτής, την έβαψα. Τώρα τα πανεπιστήμια διδάσκουν Μπουκόφσκι. Νομίζω πως κατά βάθος του άρεσε η προσοχή. Έβλεπα μια μικρή λάμψη μέσα του μια φορά στο τόσο που έλεγε, ε, ήταν ώρα πια.

Γκρέις: Πότε έγραφε;

Λίντα Λι: Έγραφε τη νύχτα. Κάθε μέρα πήγαινε στον ιππόδρομο, και όντας ντροπαλός, πήγαινε και καθόταν ψηλά και στο τέλος της εξέδρας στην Σαν Ανίτα. Είχε τον ιππόδρομο σαν ναό. Δεν στοιχημάτιζε πολλά, κοντά στα 5 δολάρια, ήταν η διαδικασία που του άρεσε… οι διαφορετικοί τρόποι στοιχήματος… Πάντα έλεγε πως ήμουν μια από τις καλύτερες στο στοίχημα των αλόγων. Μάθαινα. Είμαι καλή μαθήτρια. Ήταν φορές που εγώ κέρδιζα κι αυτός έχανε. Αυτό με έκανε αξιολάτρευτη σε εκείνον.

Γκρέις: Πως θα ήθελες να το θυμάσαι αυτό;

Λίντα Λι: Δεν μπορώ τώρα να επιστρέψω πίσω. Δεν θα το κάνω ποτέ. Αλλά θα ήθελα ένα γλυπτό του να κάθεται εκεί στα αριστερά, πάνω στην εξέδρα, να κάθεται, καμπουριαστός (η καμπούρα βρισκόταν στο σημείο όπου τον χτυπούσε και τον τραυμάτιζε ο πατέρας του). Θα κρατούσε ένα δελτίο ιπποδρομιών στο χέρι του. Το βλέπω. Το ‘χω ήδη κάνει εικόνα.

Γκρέις: Ας ρίξουμε ένα κάλεσμα στους γλύπτες! Που έγραφε;

Λίντα Λι: Έχουμε ένα γραφείο, ένα μικροσκοπικό δωμάτιο με ένα μικρό μπαλκόνι στον πάνω όροφο. Έχει θέα στο βιομηχανικό λιμάνι κι όχι στο αγροτικό Σαν Πέντρο.

Γκρέις: Το σπίτι σας ακούγεται σαν να είναι ένας ναός για αυτόν.

Λίντα Λι: Κοίτα, διατηρούμε το σπίτι με το ΙΔΡΥΜΑ ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ. Τα πάντα πάνε σε αυτήν την εποπτεία. Όταν φύγω, θα γίνει ένα ιδιωτικό μουσείο, δεν θα είναι ανοιχτό στο κοινό, αλλά μονάχα για ξεναγήσεις κάνα δυο φορές τον χρόνο σε μελετητές που πραγματικά ενδιαφέρονται.

Γκρέις: Που βρίσκονται τα γραπτά του;

Λίντα Λι: Δώρισα χιλιάδες και μου έχουνε μείνει πάρα πολλά ακόμα. Το κυρίως αρχείο βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη Χάντινγκτον και στον Βοτανικό Κήπο. Ο Χανκ σιχαινόταν τα πανεπιστήμια επειδή ήταν τόσο καταπιεστικά, οπότε χάρισα τα πάντα στην Βιβλιοθήκη Χάντινγκτον. Είναι υπέροχοι άνθρωποι. Έχουν Γκούτενμπεργκ, Δαρβίνο, Μπουκόφσκι, τους καλύτερους. Μου προσέφεραν τεράστια ποσά για την δουλειά του αλλά ήξερα πως θα προτιμούσε να τα δωρίσει στο σωστό μέρος. Υπάρχουν κι άλλα αρχεία… πολλά… στα Πανεπιστήμια της Σάντα Μπάρμπαρα, στο Ώστιν του Τέξας, στο Ουισκόνσιν, κι αλλού. Έχω δωρίσει 1000 από τα προσωπικά του βιβλία κι έχω ακόμα σχεδόν άλλα τόσα, εδώ μέσα στο σπίτι. Η Χάντινγκτον είναι η πολιτεία της τέχνης, όλα είναι ακαδημαϊκά και τα διαχειρίζονται άψογα.

Γκρέις: Ανέφερες τους κήπους εδώ…

Λίντα Λι: Λάτρευα τους κήπους και πήγαινα κάθε μέρα αφού τον άφηνα στον ιππόδρομο. Γίνονται 9 ιπποδρομίες. Θα επέστρεφα για να στοιχηματίσω στην ένατη αλλά αφού πρώτα είχα περπατήσει στους κήπους.

Γκρέις: Ταξιδεύατε;

Λίντα Λι: Ω, ναι, φυσικά, πήγαμε στη Γερμανία, στη Γαλλία, παντού, αλλά δεν άντεχε το να ταξιδεύει. Δεν άντεχε το ξεβόλεμα. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τις αναθεματισμένες γλώσσες και δεν υπήρχε ποτέ ένα καλό μέρος για να κάτσει να γράψει.

Γκρέις: Γνωρίζουμε ποιους επηρέασε ο Μπουκόφσκι, αλλά ποιος επηρέασε τον Μπουκόφσκι;

Λίντα Λι: Διάβασε όλους τους μεγάλους. Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Τσέλαν. Ήταν ένας συνεχής αναγνώστης και διάβαζε στην δημόσια βιβλιοθήκη όταν δεν είχε πουθενά αλλού να πάει. Ποτέ δεν του άρεσε ο Χέμινγουεϊ… Ξεχάστε το, έλεγε.

Γκρέις: Ποιες ήταν οι πολιτικές του πεποιθήσεις;

Λίντα Λι: Ο Χανκ ήταν Ειρηνιστής. Επίσης ποτέ δεν ψήφιζε ή απλά να πάει να γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους για να ψηφίσει, μέχρι που τον πίεσα. Στις πρώτες του εκλογές ψήφισε τον Τζέσε Τζάκσον. Ψήφισε επίσης και τον Μπιλ Κλίντον. Ήταν εναντίον της κοινωνικής ανισότητας, απεχθανόταν τον πλούτο και είχε μια βαθιά προχωρημένη αντίληψη για τα πάντα, ακόμα και για τον γάμο.

Γκρέις: Γνωρίζουμε την εξέλιξή του. Η δικιά σου ποια ήταν;

Λίντα Λι: Ήμουν ακόλουθος του Μέχερ Μπάμπα για ένα διάστημα, ταξίδεψα ακόμα και μέχρι την Ινδία. Ο Μέχερ Μπάμπα έλεγε πάντοτε ότι πρέπει να βρισκόμαστε κοντά στους αληθινούς δασκάλους και να καθοδηγούμαστε από αυτούς.

Γκρέις: Για ποιο πράγμα έχεις μετανιώσει περισσότερο;

Λίντα Λι: Για το μόνο που μετανιώνω είναι τ’ ότι έφυγε. Ο έρωτας της ζωής μου – ο έρωτας των ζωών μου – όλων των ζωών μου – πέρα από αυτό – Πέρα για Πέρα.. μια για πάντα…

Γκρέις: Με τί πράγματα γεμίζεις την ζωή σου τώρα;

Λίντα Λι: Βρίσκομαι έξω στον κήπο όλη μέρα. Είμαι έξω όλη την ώρα. Έχω μόνο αυτήν την μικρή αυλή που εμπνεύστηκα από τους Κήπους του Χάντινγκτον και αυτός είναι ένας βοτανικός κήπος μινιατούρα. Έχω εννιά διαφορετικά τμήματα με φυτά: υποτροπικά, της Βόρειας Ιταλίας, της Νότιας Ασίας, έναν Αγγλικό κήπο, έναν κανονικό Καλιφορνέζικο κήπο. Δεκαπέντε καρποφόρα δέντρα – δαμάσκηνα, αβοκάντο.

Γκρέις: Σε πόσες γλώσσες έχει μεταφραστεί ο Μπουκόφσκι;

Λίντα Λι: Τουλάχιστον σε είκοσι, και μόλις τώρα μεταφράστηκε και στα ΦΑΡΣΙ! Για τον πληθυσμό που ζει εδώ πέρα, όχι του εξωτερικού όπου θα είχε απαγορευτεί, αλλά για τους εδώ ξενιτεμένους.

Γκρέις: Το Pacifica Archives δίνει ένα σπάνιο δώρο, μια από τις πρώτες κασέτες ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ του συζύγου σου. Η πρώτη του απαγγελία που έγινε ποτέ! Δώδεκα ποιήματα που ακούγονται για πρώτη φορά. Από το, νομίζω το 1962. Πως ένιωσες όταν άκουσες την ηχογράφηση που σου έστειλαν;

Λίντα Λι: Έβαλα την κασέτα να παίζει και πήγα στην κουζίνα και ακουγόταν σαν να βρισκόταν εδώ μέσα – η τονικότητα της φωνής, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι τον άκουγα. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να τον ακούω. Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια… από τότε που πέθανε… αλλά είναι ακόμα ο σύζυγός μου. Δεν μπορούσα να την ακούσω ολόκληρη. Αναγκάστηκα να την κλείσω.

Γκρέις: Γιατί δεν έρχεσαι να με επισκεφθείς και να ακούσουμε μαζί την κασέτα;

Λίντα Λι: Δεν μπορώ να ταξιδέψω. Έχω εννιά γάτες. Έλα εσύ από ‘δω. Μπορούμε να περπατήσουμε στην παραλία.

Γκρέις: Μπορεί και να το κάνω, αλλά μετά θα χρειαστώ ένα κοκτέιλ μιμόζα.

Λίντα Λι: Δεν πίνω πολύ πια, αλλά ένα ρούμι-κόλα θα το πιώ.

Γκρέις: Κερνάω εγώ. Λευκό ή μαύρο;

Λίντα Λι: Μαύρο ρούμι. Πάντα μαύρο. Μαύρο ρούμι μόνο…

               … αν ο Χανκ έμπαινε τώρα εδώ μέσα, θα έλεγε, κορίτσια ακόμα χαζολογάτε;!