Μαύρη Παλίρροια / Alone with Everybody

Πρέπει να ήταν έναν χειμώνα πίσω, όταν βρέθηκα με τον Αλέξη σε ένα μικρό συνοικιακό καφέ των Εξαρχείων για να πούμε τα δικά μας. Είχε προηγηθεί η γνωριμία μας μέσω των κοινωνικών δικτύων λίγο καιρό πιο πίσω και βρεθήκαμε από κοντά βρίσκοντας ο ένας στον άλλον κοινά στοιχεία και κοινούς κώδικες επικοινωνίας. Στις μουσικές του έβρισκα τον δικό μου κόσμο, μιας και η εφηβεία μου πέρασε μέσα από τους κόλπους της hip hop μουσικής, κι εκείνος έβρισκε στα ποιήματα μου εικόνες και σκέψεις που είχε κι αυτός εκείνες τις ώρες που καμιά φορά κανένα ξόρκι δεν δουλεύει. Έτσι πότε πότε τα λέγαμε πίνοντας μπύρες, συζητώντας για τη πολιτική, τη μουσική αλλά και πολύ συχνά για τη ποίηση και τη λογοτεχνία.
Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, αφού είχαμε αράξει και μιλούσαμε, ο καφές διαδέχτηκε τη μπύρα και κάπως πέσαμε στα χάρτινα χνώτα του γέρο Μπουκόφσκι. Πάνω στη κουβέντα αυτή που μας πήγε στους ανθρώπους, στα ερείπια που τις ακολουθούν και ψάχνοντας να βάλουμε σε λέξεις το χάος που είχαμε για κεφάλι, μου ήρθε στο μυαλό το ποίημα του γερό-Μπουκ, Alone with Everybody “ και σε εκείνη τη κατάληξη που λέει πώς:

«the city dumps fill
the junkyards fill
the madhouses fill
the hospitals fill
the graveyards fill

nothing else
fills.»

για να σκύψουμε το κεφάλι και να συμφωνήσουμε πως όντως, τίποτε άλλο δεν γεμίζει.

Του το έδειξα να το διαβάσει ολόκληρο και λίγο μετά χωριστήκαμε για να πάει ο καθένας πίσω στη τρύπα του, όπως χαρακτηριστικά είπαμε γελώντας. Λίγες μέρες αργότερα στα εισερχόμενα μου εμφανίστηκε ένα link του Αλέξη όπου στο προσωπικό του κανάλι στο YouTube είχε φτιάξει με beat το παραπάνω ποίημα και κάπως έτσι η ιστορία γράφει 26 Φεβρουαρίου 2017 που στο διαδίκτυο εμφανίστηκε το συγκεκριμένο κομμάτι κι εγώ το βάζω πότε πότε για να θυμάμαι εκείνο το κενό που ποτέ δεν γεμίζει.

Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία.




« Ο Αλέξης aka Μαύρη Παλίρροια προέρχεται από τους κόλπους της hip hop μουσικής και ασχολείται με το beat making, όπου χρησιμοποιούνται κυρίως samples και ηχητικά αποσπάσματα χωρίς τη συνοδεία στίχων από τον ίδιο τον καλλιτέχνη.
Γράφει επίσης στίχους καθώς είναι και MC.
Ζει στην Αθήνα και πηγαινοέρχεται. Όπως η παλίρροια»

Η γυναίκα του Βερν

Από την πρώτη του εμφάνιση σε περιοδικό και στο Story Magazine (τεύχος Μάρτης – Απρίλης, 1944), ο Μπουκόφσκι δεν σταμάτησε ποτέ να στέλνει ιστορίες και ποιήματα σε μικρά και μεγάλα περιοδικά καθώς και σε ανεξάρτητα έντυπα της χώρας. Το 1970 ξεκίνησε μια συνεργασία με το Fling Magazine - ένα αντρικό περιοδικό αισθησιακού περιεχομένου – και με την στήλη του, Hairy Fist Tales. Τον Μάη του 1972 και στο τεύχος του Fling, volume 15, no 2, θα δημοσιευτεί η ιστορία του με τίτλο, Η γυναίκα του Βερν. Ιστορία που αργότερα μπήκε στο βιβλίο, The Absence Of the Hero / Second volume of Uncollected Stories and Essays, 1945 – 1992 (City Lights Books). Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ηριδανός, (Η Απουσία του Ήρωα, μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς). Εμείς σας παραδίδουμε το εξώφυλλο εκείνου του τεύχους καθώς και τις τρεις σελίδες της ιστορίας του Χανκ με την Κλόντια… την γυναίκα του Βερν δηλαδή!   




Τζακ και Χάρρυ

Όπως γράψαμε και στην κατηγορία της Φιλμογραφίας, υπάρχουν πολλά βίντεο και μικρού μήκους που έχουν γίνει εκεί έξω, είτε από σπουδαστές είτε από ανεξάρτητους κινηματογραφιστές και είναι εμπνευσμένα μέσα από ιστορίες και ποιήματα του Μπουκόφσκι. Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά όπως και να ‘χει το ιστολόγιο θα τα παρουσιάζει όλα για να δημιουργηθεί ένα αρχείο γύρω απ’ τον Μπουκόφσκι. Ένα από αυτά τα βίντεο είναι και το παρακάτω, ενός γερμανού δημιουργού που ονομάζεται Justus Toussaint. Το βίντεο ονομάζεται Aas, όπου στα ελληνικά σημαίνει κουφάρι, και είναι εμπνευσμένο από την παρακάτω ιστορία του Μπουκόφσκι, που βρίσκεται μέσα στις Σημειώσεις ενός Πορνόγερου και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Απόπειρα σε μετάφραση Τέου Ρόμβου.  

AAS from Justus Toussaint on Vimeo.
.............................................................................................................

Ο μικρόσωμος κι ανάπηρος ράφτης καθόταν πάντα στην ίδια μεριά κι έραβε: ήτανε όπως συνήθως στα κέφια του. Μόνο καμιά φορά σαν ξεφύτρωνε η γριά του και του χτύπαγε το κουδούνι στην πόρτα, έχανε το κέφι του. «Άνοιξε, σου 'χω φέρει ξινόγαλο να φας», του φώναξε εκείνη απ' έξω. «Πάρε δρόμο, πατσαβούρα!» της αντιγύρισε αυτός. «Το 'χω χεσμένο το ξερατόγαλό σου!» «Εεεεε!» έκανε εκείνη. «Στο διάολο κι εσύ και το βρωμομπουρδέλο σου! - Άνοιξε και καμιά φορά να πετάξεις τα σκουπίδια!» Και μόλις τα είπε αυτά, πήρε δρόμο.
Ο ραφτάκος έχωσε ένα δάχτυλο στη μύτη και στάθηκε να σκεφτεί τα λεγόμενα. Αχχ μάλιστα - τα τρία πτώματα. Αυτό πρέπει να είναι. Το ένα πτώμα που είναι στην κουζίνα είναι πεσμένο μπροστά στο φούρνο. Το άλλο, κοκαλωμένο, κρέμεται από μια κρεμάστρα στη μεγάλη ντουλάπα του τοίχου. Και το τρίτο, μισοκαθισμένο στην μπανιέρα, το κεφάλι μόλις που ξεπροβάλλει λιγάκι έξω. Σιγά σιγά μαζεύονταν όλο και περισσότερες μύγες, κι αυτό ήταν το πιο δυσάρεστο. Μάλιστα οι μύγες δείχνανε πως αισθάνονται υπερβολικά καλά, σίγουρα τις μεθούσε η αποφορά της σαπίλας, κι όταν εκείνος τις κυνηγούσε και τις βάραγε με τη μυγοσκοτώστρα, φαίνεται πως αυτές λυσσάγανε περισσότερο κι ορμούσανε απάνω του. Τις άφησε λοιπόν ήσυχες...
Κάθισε πάλι στη γωνιά του και συνέχισε το ράψιμο: το κουδούνι στην πόρτα ξαναχτύπησε. Όπως μου φαίνεται, σήμερα πάει η μέρα, δεν πρόκειται να κάνω δουλειά, σκέφτηκε.
Ήταν ο φίλος του ο Χάρρυ.
«Γεια σου, Χάρρυ».
«Γεια χαρά, Τζακ».
Ο Χάρρυ μπήκε μέσα. «Από πού βγαίνει αυτή η μπόχα;»
«Πτώματα».
«Πτώματα; Πλάκα μου κάνεις;»
«Μπα! Κοίτα μόνος σου».
Ο Χάρρυ ακολούθησε τη μύτη του και βρήκε το πτώμα στην κουζίνα, μετά το άλλο στην ντουλάπα και τελευταίο το πτώμα στο μπάνιο.
«Και γιατί τους σκότωσες; Σ' την έχει βαρέσει τόσο άσχημα; Τι θα κάνεις τώρα; Γιατί δεν τα ξεφορτώνεσαι, να πας να τ' αμολήσεις πουθενά; Μπας και σου λείπουνε τίποτα βίδες; Γιατί τους σκότωσες; Γιατί δεν παίρνεις την αστυνομία τηλέφωνο; Ποιοι δαίμονες μπήκανε μέσα σου; Θε μου, τι ΜΠΟΧΑ είναι αυτή! Άκου δω, μη με πλησιάζεις! Τι γίνεται τώρα! Τι στο διάολο, γίνεται εδώ μέσα! ΠΟΥΦ! ΜΠΟΧΑ! ΜΟΥ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΙ Τ' ΑΝΤΕΡΑ!»
Ο Τζακ συνέχιζε το ράψιμο, αμέριμνος. Έραβε ξανά και ξανά και ξανά. Λες και μ' αυτό τον τρόπο κατάφερνε να κρυφτεί.
«Τζακ, θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία».
Ο Χάρρυ πήγε προς το τηλέφωνο αλλά ξαφνικά ένιωσε να του 'ρχεται εμετός. Βιάστηκε να πάει στο μπάνιο, ξέρασε μέσ' στον καμπινέ, δίπλα ακριβώς στο κεφάλι του πεθαμένου που 'τανε μέσ' στην μπανιέρα. Γύρισε πίσω και πήρε στο χέρι του το τηλέφωνο. Διαπίστωσε ότι ξεβιδώνοντάς το απ' τη μεριά του μικρόφωνου, θα μπορούσε να χώσει τον πούτσο του στο άνοιγμα. Τον έχωσε για λίγο, έσπρωξε μέσα κι έξω, κι ένιωσε να του κάνει καλό. Όταν τελείωσε, ξανακρέμασε το ακουστικό, ανέβασε το φερμουάρ στο παντελόνι του και κάθισε κοντά στον Τζακ.
«Τζακ, για πες μου, είσαι παλαβός ;»
«Η Μπέκυ λέει ότι είμαι κλινική περίπτωση. Θέλει να με χώσει στο τρελοκομείο».
Η Μπέκυ ήταν η κόρη του.
«Το έχει μάθει για τα πτώματα;»
«Όχι ακόμα. Έχει πάει για δουλειές στη Νέα Υόρκη. Εργάζεται στο τμήμα Αγορών σε κάποιο μεγάλο εμπορικό. Φίνα δουλίτσα. Είμαι περήφανος για το κορίτσι μου».
«Κι η Μαρία; Το ξέρει εκείνη;»
Η Μαρία ήταν η γυναίκα του Τζακ.
«Η Μαρία δεν έχει ιδέα. Κι ούτε πατάει πια το πόδι της εδώ. Από τότε που 'πιασε δουλειά σ' ένα φούρνο πολυτελείας περνιέται για κυρία ανώτερη. Μένει με μια άλλη γυναίκα μαζί. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι πρέπει να 'ναι και λίγο λεσβία».
«Ε, λοιπόν, δε μου πάει να σε καρφώσω στους μπάτσους. Μόνος πρέπει να ξεκαθαρίσεις αυτή την ιστορία. Όμως εμένα μπορείς να μου πεις ένα πράμα, αυτούς τους ανθρώπους γιατί τους σκότωσες;»
«Κάτι είχα εναντίον τους».
«Μα δεν μπορεί καθένας που έχει κάτι εναντίον κάποιου να τον καθαρίζει έτσι, μια κι έξω».
«Τους είχα μαζέψει πάρα πολλά».
«Τζακ;»
«Μμμ;»
«Δε θέλεις να πας στο τηλέφωνο.»
«Αν δε σε πειράζει».
«Μα στο κάτω κάτω δικό σου είναι το τηλέφωνο».
Ο Τζακ σηκώθηκε και κατέβασε το φερμουάρ στο παντελόνι του. Έχωσε τον πούτσο του στο ακουστικό, κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω, νιώθοντας όμορφα. Σαν τελείωσε, ανέβασε το φερμουάρ του και πήγε ξανά στη θέση του και ξανάρχισε το ράψιμο. Εκείνη τη στιγμή ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγε και το σήκωσε.
«Ωω, γεια σου, Μπέκυ! Σ' ευχαριστώ που με θυμήθηκες! Ναι, πολύ καλά, ευχαριστώ, κι εσύ; Α, ναι! φαίνεται επειδή είχαμε ξεβιδώσει πριν λίγο το ακουστικό, γι' αυτό... ο Χάρρυ κι εγώ. Ναι, είναι ο Χάρρυ εδώ. Τι ο Χάρρυ; Το πιστεύεις στ' αλήθεια; Εγώ τον βρίσκω πολύ εντάξει. Τίποτ' άλλο. Όπως πάντα, ράβω. Ο Χάρρυ πέρασε για να μου πει μια καλησπέρα. Ελεεινός καιρός, πραγματικά άθλιος. Ούτε ήλιος ούτε τίποτα. Όλος ο κόσμος σήμερα φορούσε μουτσούνες δυστυχίας. Ναι, ναι, καλά είμαι. Αλήθεια. Όχι, ακόμη όχι. Έχω αστακό στην κατάψυξη. Τρελαίνομαι για αστακό. Όχι, δεν την έχω δει καθόλου αυτόν τον καιρό. Κάνει τη μεγάλη κυρία τώρα. Ναι, θα της το πω, μη στεναχωριέσαι. Γκουντ μπάυ, Μπέκυ». Έκλεισε το τηλέφωνο, πήγε και κάθισε και ξανάρχισε το ράψιμο.
«Ξέρεις κάτι», είπε ο Χάρρυ, «όλα αυτά μου θυμίζουνε μιαν άλλη ιστορία. Παλιοκαταραμένες μύγες! Μήπως έχω αρχίσει να μουχλιάζω ; -πιτσιρικάς ακόμη, είχα δουλέψει μαζί μ' έναν άλλο πιτσιρικά. Πλέναμε πτώματα. Καμιά φορά, τύχαινε, μας βάζανε να πλένουμε και καμιά πολύ ωραία γυναίκα. Μια μέρα πήγα στη δουλειά, βρήκα τον Μίκυ, έτσι τον λέγανε τον άλλο, να 'χει καβαλήσει μια τέτοια κυρά. "Μίκυ!" του λέω εγώ, "τι ΚΑΝΕΙΣ αυτού; Θα 'πρεπε να ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ!" Απλώς γύρισε και με κοίταξε λίγο με το πλάι και συνέχισε τη δουλειά του. Όταν τελείωσε, κατέβηκε και μου είπε: "Χάρρυ, έχω πηδήσει το λιγότερο μια δωδεκάδα απ' αυτές. Και δεν είναι καθόλου άσχημα. Για δοκίμασε κι εσύ. Θα δεις μόνος σου...!" "Να μου λείπει, ευχαριστώ!" είπα γω. Μια άλλη μέρα, εκεί που 'πλενα μια πραγματικά πολύ όμορφη γυναίκα, δεν κρατήθηκα και της έβαλα κωλοδάχτυλο. Αλλά πάρα πέρα δεν μπόρεσα να προχωρήσω». Ο Τζακ συνέχιζε να σκύβει στο ράψιμό του.
«Εσύ τι λες, θα είχες πηδήσει καμιά, Τζακ».
«Ωχ Θεέ μου, ξέρω κι εγώ. Πού θες να το ξέρω;»
Και έραβε. Μετά από λίγο είπε: «Χάρρυ, άκου δω, πέρασα μια πολύ άσκημη βδομάδα. Πρέπει κάτι να βάλω στο στόμα μου και να τον πάρω λιγάκι. Έχω έναν αστακό στο ψυγείο. Αλλά ξέρεις είμαι λίγο ιδιότροπος, στο φαγητό θέλω να 'μαι μόνος μου. Όταν τρώω και είναι κάποιος μαζί μου και με κοιτάζει δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό. Εντάξει;»
«Ναι... δηλαδή θες να φύγω; Μου φαίνεται πως είσαι λίγο άνω κάτω. Έγινε. Εγώ θα την κοπανίσω... »
Ο Χάρρυ σηκώθηκε.
«Και πού 'σαι, μη μου θυμώνεις, ρε Χάρρυ. Φίλοι είμαστε. Και θα μείνουμε και φίλοι, έτσι; Τόσα χρόνια, ρε παλιόφιλε».
«Βέβαια. Απ' το 33. Αυτές ήτανε εποχές! FDR. NRA. WPA. Αλλά τα καταφέραμε. Οι νέοι σήμερα δεν έχουνε ιδέα».
«Σίγουρα δεν έχουνε».
«Άντε λοιπόν... γεια χαρά Τζακ».
Ο Τζακ συνόδεψε τον Χάρρυ στην πόρτα, του άνοιξε και μετά κάθισε και τον κοίταξε που απομακρυνότανε. Πάντα τα παλιά φαρδιά παντελόνια. Αυτός ο άνθρωπος γύρναγε πάντα σαν αλήτης απ' αυτούς που μαζεύουνε τα σκουπίδια.
Μετά ο Τζακ πήγε στην κουζίνα, έβγαλε τον αστακό απ' την κατάψυξη και άρχισε να διαβάζει τις οδηγίες για το ψήσιμο. Τα γράφανε πάντα τόσο μπερδεμένα. Καθώς πήγε να ανάψει το γκάζι, διασταυρώθηκε με το πτώμα. Θα 'πρεπε να το μετατοπίσει στο πλάι γιατί τον εμπόδιζε. Το αίμα που 'χε τρέξει κάτω από το σώμα είχε στεγνώσει από καιρό κι είχε σχηματίσει ένα στρώμα. Ο ήλιος πέρναγε απ' τα μικρά ανοίγματα που άφηναν τα σύννεφα αναμεταξύ τους, ήταν αργά απόγευμα, κόντευε να νυχτώσει, ο ουρανός είχε πάρει ένα κοκκινωπό χρώμα και λίγο απ' αυτό το κόκκινο φως έμπαινε απ' τα παράθυρα της κουζίνας. Μπορούσε σχεδόν να παρακολουθήσει τις ακτίνες του ήλιου πώς έμπαιναν μέσα και πώς κινιόντουσαν ψηλαφιστά, αργά, σαν μια τεράστια κεραία σαλιγκαριού. Το πτώμα ήταν πεσμένο με το πρόσωπο στο πάτωμα και από κάτω κατά έναν περίεργο τρόπο έβγαινε το δεξί χέρι με την παλάμη γυρισμένη προς τα πάνω. Η κοκκινωπή σαλιγκαρίσια κεραία ακούμπησε ακριβώς πάνω στην παλάμη, έτσι που εκείνη έλαμπε ελαφρά κόκκινη. Ο Τζακ το πρόσεξε. Η σκηνή φάνταζε πολύ αθώα. Ένα μοναδικό χέρι και τίποτα παρά πάνω, ένα κόκκινο χέρι στο πάτωμα. Περίπου σαν ένα λουλούδι. Για μια στιγμή ο Τζακ είχε την εντύπωση πως κινήθηκε. Το κοκκινωπό χέρι. Ένα χέρι μόνο του. Ένα αθώο χέρι. Ο Τζακ έμεινε ακίνητος και το παρατηρούσε. Μετά πήρε ένα σκαμνί και κάθισε με τον αστακό στα γόνατα και συνέχισε να παρακολουθεί το χέρι. Ξαφνικά έβαλε τα κλάματα. Ακούμπησε τον αστακό στο πάτωμα και έπεσε με τα μούτρα στο τραπέζι, έχωσε το κεφάλι μέσ' στα χέρια του και συνέχισε να κλαίει με αναφιλητά. Έκλαψε έτσι για αρκετή ώρα. Έκλαψε όπως κλαίει μια γυναίκα. Έκλαψε σαν ένα παιδί. Έκλαψε, μόνο ο Θεός ξέρει πώς. Μετά ξαναγύρισε στο άλλο δωμάτιο και πήρε το τηλέφωνο στο χέρι του:
«Κέντρο, συνδέστε με με την αστυνομία. Ναι το ξέρω ότι δεν ακούγομαι καλά: το μικρόφωνο δεν είναι καλά βιδωμένο. Δε με πειράζει, συνδέστε με με την αστυνομία».
Ο Τζακ περίμενε.
«Ναι; Μ' ακούτε; Ναι, έχω σκοτώσει έναν άνθρωπο! Τι λέω εγώ έναν; Τρεις ανθρώπους! Σοβαρά, βέβαια, μιλάω πολύ σοβαρά! Είμαι παράφρων. Έχω χάσει τα μυαλά μου. Ούτε ξέρω πώς έγινε. Τι λέτε;»
Ο Τζακ τούς έδωσε τη διεύθυνσή του.
«Τι; Είναι επειδή ξεβίδωσα το ακουστικό. Το ξεβίδωσα και το έβγαλα. Πριν από λίγο γάμησα το τηλέφωνο».
Ο υπάλληλος στην άλλη άκρη κάτι φώναζε οργισμένος, αλλά ο Τζακ δεν κάθισε ν' ακούσει, κι έκλεισε. Ξαναγύρισε στην κουζίνα και ξανάπεσε στο τραπέζι με το κεφάλι χωμένο στα χέρια. Δεν έκλαψε άλλο. Απλώς καθότανε εκεί, η κόκκινη αχτίνα είχε πια χαθεί, ο ήλιος είχε πέσει, σκοτείνιαζε, σκέφτηκε την κόρη του Μπέκυ, και μετά του πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα ν' αυτοκτονήσει, στο τέλος σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε. Ο κατεψυγμένος νοτιοαφρικανικός αστακός έκανε απόψυξη μόνος του, ανάμεσα στα πόδια του. Δεν είχε πια όρεξη για να τον φάει.

Μπύρα


Animation της ομάδας Nerdo πάνω στο ποίημα Μπύρα του Τσαρλς Μπουκόφσκι που εμφανίζεται μέσα στην ποιητική συλλογή, Η Αγάπη είναι ένα Σκύλος από την Κόλαση, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Απόπειρα και σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα.


Ούτε που ξέρω πόσες μπύρες
έχω κατεβάσει
περιμένοντας να γίνει
κάτι της προκοπής.
Ούτε που ξέρω πόσο κρασί, πόσο ουίσκι,
πόση μπύρα
- μπύρα ιδίως -
έχω κατεβάσει.
Χωρίζοντας με γυναίκες,
περιμένοντας το χτύπημα του τηλεφώνου,
περιμένοντας τον ήχο βημάτων·
και το τηλέφωνο να μη χτυπά
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά
και τα βήματα να μη φτάνουν
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά.
Όταν κοντεύει το στομάχι να μου βγει
από το στόμα,
έρχονται, φρέσκιες-φρέσκιες, σαν ανοιξιάτικα λουλούδια:
“Μα τι στο διάολο έχεις πάθει;
Έτσι που έγινες θα κάνεις
τρεις μέρες να με γαμήσεις!”
Τα θηλυκά κρατιούνται καλά.
Ζουν επτάμισι χρόνια παραπάνω
από τ’ αρσενικά και πίνουν ελάχιστη μπύρα
μιας και ξέρουν πως κάνει κακό
στη σιλουέτα.
Την ώρα που εμείς τρελαινόμαστε,
εκείνες γυρίζουν,
γελώντας, χορεύοντας
με σκληροτράχηλους καμπόυδες.
Πάει καλά! Υπάρχει και η μπύρα.
Κάργα σακούλες μ’ άδεια μπουκάλια,
κι όταν τραβήξεις κανένα,
τ’ άλλα πέφτουν απ’ το βρεγμένο πάτο
της χαρτοσακούλας,
κατρακυλώντας,
χτυπώντας,
αδειάζοντας γκρίζες στάχτες, νοτισμένες,
κι αποπίματα.
Ή πάνε και πέφτουν στις 4 το πρωί,
κάνοντας το μόνον ήχο
της ζωής σου.
Μπύρα.
Θάλασσες, ποτάμια μπύρα.
Μπύρα, μπύρα, μπύρα.
Το ράδιο παίζει ερωτικά
τραγουδάκια
καθώς το τηλέφωνο σωπαίνει ακόμα,
πάνω-κάτω
και παντού
μονάχα μπύρα.

BEER by Charles Bukowski from NERDO on Vimeo.