Don't Try

Στις 18 Φλεβάρη, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι έστειλε στον Τζων Μάρτιν αυτό που αποκάλεσε «το πρώτο μου ΦΑΞ ΠΟΙΗΜΑ»:

είναι πολύ αργά
έχω
χτυπηθεί

Μετά από αυτό δεν υπήρχε άλλη δύναμη για να γράψει. Η γυναίκα του Λίντα είχε πει, «Ήταν πολύ άσχημο να το βλέπεις, το μυαλό ήταν εκεί αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γιατί το σώμα είχε εγκαταλείψει. Το σώμα είχε σβήσει». Η χημειοθεραπεία που επιτιθόταν στα κατεστραμμένα του αιμοσφαίρια είχε διαλύσει το ανοσοποιητικό του σύστημα. Ο Μπουκόφσκι έπαθε πνευμονία κι επέστρεψε για θεραπεία στο νοσοκομείο. «Μέσα σε περίπου πέντε μέρες, ξεφορτώθηκαν την πνευμονία, αλλά συνέχιζε να έχει μια μόλυνση που δεν μπορούσαν να εντοπίσουν», λέει η Λίντα Λι η οποία μαζί με την κόρη του Μαρίνα καθόντουσαν δίπλα στο κρεβάτι. «Τον κρατούσαν εκεί μέσα. Τον κρατούσαν ζωντανό, κάνοντάς του ενέσεις με διάφορα πράγματα, χώνοντάς του καθετήρες παντού. Τρομαχτικό! Απαίσιο! Κι εκείνος εκεί, ο πιο γενναίος στρατιώτης». Ο Μπουκόφσκι πέθανε στις 11 και 55 προ μεσημβρίας, την Τετάρτη 9 Μαρτίου του 1994. Ήταν 73 χρονών.


Ο Τζων Μάρτιν ήταν ο πρώτος που το έμαθε. «Σε εκείνο το σημείο δεν μπορείς να πιστέψεις καν πως ένας άνθρωπος έχει φύγει», λέει.
Λόγω των μεγάλων εσόδων που απέφεραν τα βιβλία του Μπουκόφσκι, ο Black Sparrow Press από το τίποτα μετατράπηκε σε μια εταιρεία που έβγαζε πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια το χρόνο, μια ξεχωριστή συνεργασία ξεκίνησε στο σπίτι του Μπουκόφσκι στην Οδό Ντελονγκπρέ και στις υπογραφές πάνω σε μια σειρά από μπροσούρες πάνω στο τραπεζάκι του. «Σκεφτόμουν πως θα ήταν η ζωή χωρίς αυτόν. Συνδεθήκαμε στενά και αφοσιωθήκαμε σε μια στοχευόμενη και αποφασιστική επιδίωξη: εκείνος να γράφει κι εγώ να εκδίδω αυτόν και άλλους για τριάντα χρόνια. Ήξερα πως είχα αρκετό υλικό για μια σειρά βιβλίων αφού θα είχε φύγει, αλλά αυτό δεν ήταν και καμιά μεγάλη παρηγοριά. Δεν μπορούσα να του μιλάω κάθε μέρα».
Ο δεσμός της Μαρίνας με τον πατέρα της ήταν πολύ στενός. «Πάντα ήξερα πως αν πήγαινε κάτι στραβά το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να στηριχτώ πάνω του κι εκείνος θα το διόρθωνε», λέει. «Ακόμα και σαν ενήλικας που φρόντιζα τον εαυτό μου για πολλά χρόνια και τα πήγαινα μια χαρά, παρατήρησα πως πέρα απ’ το ότι μου έλειπε αφού πέθανε, στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε η αίσθηση πως έχασα την ασφάλεια, απλά ξέροντας πως τα πάντα θα ήταν μια χαρά, αλλά δεν ήταν, με κάποιο τρόπο πάντα θα τον καλούσα και θα τα έφτιαχνε όλα».


Αν και ο Μπουκόφσκι ισχυριζόταν πως ήταν μοναχικός τύπος, κάποιος που δεν χρειαζόταν ή ήθελε πολλούς στενούς φίλους, υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός αντρών και γυναικών για τους οποίους ο θάνατός του ήταν μεγάλη απώλεια, άνθρωποι σαν τον Καρλ Βάισνερ που ήταν έτοιμος να έρθει από την Γερμανία την τελευταία στιγμή. Άνθρωποι σαν τον Μάικλ Μόντφορτ, τον Σων Πεν, τον Στηβ Ρίτσμοντ και τον Τζων Τόμας. Στις πρώτες πρωινές ώρες, ο Τζων Τόμας δεν μπορούσε να κοιμηθεί και άνοιξε τον σταθμό με τις τοπικές 24ωρες ειδήσεις. Ο θάνατος του Μπουκόφσκι είχε ανακοινωθεί σε ένα από τα δελτία και ο Τόμας άρχισε να κλαίει.


Η Λίντα Κινγκ έμαθε για τον θάνατο του Μπουκόφσκι τρεις μέρες μετά. Της το είπε ο ανιψιός της αφού πρώτα το είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό. Η Λίντα και ο Μπουκόφσκι ήταν χωρισμένοι για σχεδόν είκοσι χρόνια, αλλά η ανάμνηση του έρωτά τους κρατούσε, όπως γράφει η ίδια:

η λαμπερή απόλαυση αυτής της κρεβατοκάμαρας
στην όχθη της αυλής θα ζει για πάντα
στην μνήμη με αγνή χαρά
το γέλιο και οι σπιρτόζικες ιστορίες
η τέχνη, η γλυπτική, το διάβασμα
το γέλιο, ο έρωτας, το γέλιο


Στο αγαπημένο εστιατόριο του Μπουκόφσκι στο Χόλυγουντ, και στο Μούσο & Φρανκ, ο μπάρμαν Ρούμπεν Ρουέντα ακύρωσε την παραγγελία για τα Rieslings και Liebfraumilch, τα λευκά, γλυκά, γερμανικά κρασιά. Ο Μπουκόφσκι καθόταν τακτικά στο μπαρ κι έπινε δυο μπουκάλια πριν καθίσει για να φάει. Ήταν τόσο καλός πελάτης που το εστιατόριο κράταγε απόθεμα ειδικά γι’ αυτόν.
Η αναγγελία του θανάτου του στις εφημερίδες επικεντρωνόταν στην εικόνα του ως ρεμάλι. Ήταν «ο βάρδος των μπαρ», ένα απλοϊκός συγγραφέας που τον ακολουθούσαν με μια ανεξήγητη λατρεία. Πέρα από τις κατά καιρούς καλές κριτικές για τα μυθιστορήματά του, και την προσοχή λόγω της ταινίας Barfly, ο κύριος όγκος των μέσων μαζικής ενημέρωσης τον αντιμετώπιζε πάντα με απαξιωτικό τρόπο.



Ο Μπουκόφσκι ακόμα στέκει μόνος στην Μοντέρνα Αμερικανική Λογοτεχνία, μη ταξινομήσιμος και ως κάποιος που τον αντιγράφουν. Το απλό στυλ του στην πρόζα και την ποίηση ξεπηδούσε από συνηθισμένες ιδέες. Αρχικά είχε επηρεαστεί από τον Χέμινγουεϊ και τον Φάντε, αλλά όπως είπε, δεν είχε και πολύ πλάκα ο Χέμινγουεϊ, οπότε εκείνος πρόσθεσε το χιούμορ. Το θέμα που διάλεγε πάντα ο Μπουκόφσκι ήταν η καθημερινή ζωή, δεν ήταν οι ηρωικές πράξεις, ούτε οι γκλαμουράτοι άνθρωποι, αλλά η εμπειρία των λιγότερο επιτυχημένων Αμερικανών που ζούσαν σε φτηνά διαμερίσματα δουλεύοντας σε απαξιωτικές δουλειές. Έγραφε με αληθοφάνεια για αυτόν τον κόσμο αν και υπερέβαλε διορθώνοντας την δικιά του ιστορία σ’ αυτή τη ζωή. Επίσης έβαζε κάτω με ειλικρίνεια, τις ανθρώπινες σχέσεις: την σχέση μεταξύ παιδιού και γονιών καθώς και τις σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών.
Λόγω της προτίμησης του να γράφει για το ποτό, η διάθεση του να μεγαλοποιεί την ζωή του και να ‘ναι αχρείαστα χυδαίος, ο Μπουκόφσκι άφησε τον εαυτό του ανοιχτό για τους κριτικούς. Συνάμα δημοσίευσε και πάρα πολύ, σίγουρα πάρα πολύ ποίηση. Αλλά αν κάποιος διαβάσει την δουλειά του προσεχτικά - τα έξι μυθιστορήματα, τις δωδεκάδες μικρές ιστορίες του, το σενάριο και τον μεγάλο αριθμό των ποιητικών του συλλογών – θα δει μια ασυμβίβαστη προσωπική φιλοσοφία μέσα από αυτά που είναι πειστική, αν όχι προκλητική: μια απόρριψη του μόχθου και των επιβαλλόμενων κανόνων, της ανειλικρίνειας και της επιτήδευσης, μιας παραδοχής ότι οι ανθρώπινες ζωές είναι συχνά καταρρακωμένες και πως οι άνθρωποι είναι συνέχεια σκληροί ο ένας προς τον άλλον, αλλά επίσης ότι η ζωή μπορεί να είναι όμορφη, σέξι και αστεία.
Πολλοί κριτικοί λένε πως είναι ένας κυνικός συγγραφέας, αλλά ίσως απλά να είχε μια ρεαλιστική ματιά για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, και να μην είχε την ανάγκη να τους δώσει το πλεονέκτημα της αμφισβήτησης. «Δεν είναι ένας συμβατικός συγγραφέας και δεν θα έχει ποτέ ένα συμβατικό κοινό», λέει ο Τζων Μάρτιν. «Το είδος της γραφής του προσβάλει πολλούς ανθρώπους. Είναι πολύ ειλικρινές και πολύ ευθύ».

Ήταν ένα τυπικό, ζεστό απόγευμα στο γεμάτο νέφος, Λος Άντζελες όταν οι φίλοι του Μπουκόφσκι μαζεύτηκαν στο Green Hills Memorial Park για την κηδεία του. Δευτέρα 14 Μαρτίου, 1994. Το σώμα του ήταν ντυμένο με ένα καρό πουκάμισο και μ’ ένα μπουφάν που στο τσεπάκι του είχαν βάλει τα στυλό του, ήταν σαν να πήγαινε στις ιπποδρομίες του Χόλυγουντ Παρκ, σφραγισμένος μέσα στο φέρετρο που ήταν φτιαγμένο από ξύλο λεύκας.
Εκτός από την Λίντα Λι και την Μαρίνα Μπουκόφσκι, στους τεθλιμμένους συγγενείς ήταν ο Τζων και η Μπάρμπαρα Μάρτιν, ο Σων Πεν, ο Ρεντ Στοντόλσκι με την γυναίκα του, η Μίνα, ο Τζων Τόμας και η γυναίκα του, η Φιλομίν Λονγκ, και ο Καρλ Βάισνερ μαζί με φίλους και γείτονες από το Σαν Πέντρο καθώς και ο Δρ. Ντικ Έλις από το νοσοκομείο. Λίγο πριν τις τρεις το απόγευμα, μπήκαν μέσα στο παρεκκλήσι, ένα κοινότοπο κτίριο που έμοιαζε σαν μπανγκαλόου των προαστίων, με το χαρακτηριστικό βιτρό πάνω στην πόρτα. «Είχε μια μυρωδιά από σκανκ εκεί μέσα», λέει ο Τζων Τόμας, «Θυμάμαι να σκέφτομαι πως ήταν κατάλληλο με την περίσταση». Αν και ο Μπουκόφσκι είχε βαφτιστεί καθολικός, δεν υπήρχε παπάς. Αντ’ αυτού, η Λίντα Λι είχε κανονίσει Βουδιστές μοναχούς να τελέσουν την λειτουργία, μαζί με φίλους που είχαν προσκληθεί για να πουν τους προσωπικούς τους επικήδειους λόγους.  


Ο Τζων Μάρτιν είπε πως ο Μπουκόφσκι ήταν ένας σπουδαίος συγγραφέας και σίγουρα κάποιος που δεν επρόκειτο να ξεχάσει ποτέ. Ο Καρλ Βάισνερ προσπάθησε να μιλήσει αλλά ήταν τόσο στεναχωρημένος που δεν κατάφερε να πει πολλά. Ο Σων Πεν είπε λίγα λόγια για την φιλία τους. Όταν ο επικεφαλής των μοναχών σηκώθηκε πάνω, οι περισσότεροι που βρίσκονταν εκεί τον βρήκαν ακαταλαβίστικο. «Αυτός που έβγαζε τον λόγο έλεγε συνέχεια, εφτά. Μάλλον νόμιζε πως το σώμα ήταν εφτά χρονών», λέει ο Τόμας. «Μπορούσες σχεδόν να αισθανθείς τον Χανκ να γελάει μέσα από το φέρετρό του για το πόσο παράλογη ήτα αυτή κηδεία».
Οι τεθλιμμένοι επέστρεψαν στα αυτοκίνητά τους και οδήγησαν στην Μπέι Βιού Ντράιβ, μετά τις πολυάριθμες ταφόπλακες έστριψαν αριστερά στην Άβαλον Ντράιβ και πάρκαραν στην άκρη ενός λοφίσκου γνωστού και ως «Θέα Ωκεανού». Το μέρος όπου ήταν να θαφτεί ο Μπουκόφσκι δίπλα σε ένα μικρό δέντρο. Ένας από τους μοναχούς τοποθέτησε ένα τριαντάφυλλο πάνω στο φέρετρο. Οι φίλοι του Μπουκόφσκι χτύπησαν το καπάκι για καλή τύχη και αποχώρησαν.


Μέσα από το βιβλίο του Howard Sounes, “Locked in the Arms of a Crazy Life”, 1998, Grove Press.



Σημειώσεις:
Φώτο πρώτη: Το τελευταίο ποίημα που έγραψε ποτέ ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, με τίτλο Fax Poem, και το ‘στειλε στον εκδότη του Τζων Μάρτιν. Το ποίημα μπήκε στην πρόσφατη ανθολογία: Charles Bukowski, Storm for the Living and the Dead: Uncollected and Unpublished Poem
Φώτο δεύτερη: Αφιέρωση του Μπουκόφσκι στην Μπάρμπαρα Μάρτιν – γυναίκα του εκδότη του, Τζων Μάρτιν - μέσα από το δισέλιδο βιβλιαράκι με τίτλο 2 by Bukowski, 1967 Black Sparrow Press.  Ο Μπουκόφσκι της προτείνει να ξεφορτωθούν τον άντρα της απεικονίζοντας και τον τρόπο που θα γίνει!
Φώτο τρίτη: Sketchbook του Μπουκόφσκι για την κόρη του Μαρίνα. Το συγκεκριμένο εικάζεται πως κυκλοφόρησε ως ένθετο στην Open City με τίτλο Renaissance A Bi-Monthly Magazine of the Arts. Η χρονιά πρέπει να ήταν ανάμεσα στο 1968-69.
Φώτο τέταρτη: Η Λίντα Κινγκ μαζί με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η συγκεκριμένη φωτογραφία έγινε και εξώφυλλο του βιβλίου της Λίντα, Loving and Hating Charles Bukowski που κυκλοφόρησε το 2012.
Φώτο πέμπτη: Ο Μπουκόφσκι τρώει μέσα στο εστιατόριο Μούσο & Φρανκ.
Βίντεο πρώτο: Ένα κολάζ από τις ειδήσεις και την αναγγελία του θανάτου του Μπουκόφσκι στην γερμανική τηλεόραση.
Φώτο έκτη και έβδομη: Φωτογραφίες από την κηδεία του Μπουκόφσκι.
Φώτο όγδοη: Bukowski Lives!
Βίντεο δεύτερο: Ο Wayne Kramer (πάλαι ποτέ τραγουδιστής των MC5) από ένα live στη Σουηδία, μια χρονιά μετά τον θάνατο του Μπουκόφσκι ερμηνεύει το κομμάτι του, So Long Hank. Το τραγούδι υπάρχει ως hidden track στο άλμπουμ Wayne Kramer, The Hard Stuff.