In the Drink

Το 1994, ο νεαρός σκηνοθέτης Richard Sears - έχοντας μόλις αποφοιτήσει από την σχολή του - θα δοκιμάσει τις κινηματογραφικές του δυνατότητες φτιάχνοντας μια μικρού μήκους ταινία που πατάει πάνω σε ένα διήγημα του Μπουκόφσκι με τίτλο An Evil Town όπου είχαμε μεταφράσει και παρουσιάσει εδώ. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα γράψει και θα σκηνοθετήσει άλλη μια μπουκοφσκική ιστορία μικρού μήκους, το Laughing Out Loud, ενώ το 2003 και πάλι στην μικρού μήκους του, Taco Bender όπου υπογράφει το σενάριο, θα αποκρύψει ότι η ιστορία που σκηνοθετεί είναι στην ουσία το διήγημα του Μπουκόφσκι, The Devil was hot που υπήρχε μέσα στην συλλογή South of no North και κυκλοφόρησε το 1973 από τον Black Sparrow του Τζων Μάρτιν. Στα ελληνικά η ιστορία έχει μεταφραστεί από την Έφη Φρυδά, με τίτλο Ο διάβολος ήταν θερμός και υπάρχει μέσα στις Ιστορίες μιας Θαμμένης Ζωής, (εκδόσεις Οδυσσέας).
Όπως και να ‘χει, ο Sears θα συγκεντρώσει αυτές τις τρεις ιστορίες - συν μια ακόμα – και θα τις παρουσιάσει στην πρώτη μεγάλη μήκους του, το In the Drink το 2010, όπου προβάλουμε σήμερα στο ιστολόγιο.
Σε ένα μπαρ - από εκείνα που όταν κλείνει η πόρτα πίσω σου τα πάντα είναι νύχτα, ακόμα κι αν έξω ο ήλιος χτυπάει κόκκινα -, ο μπάρμαν και ο αιώνιος θαμώνας που δεν αποχωρίζεται ποτέ το σκαμπό του, τα λένε. Η πόρτα ανοίγει κι ένας νεαρός τους χαλάει την ησυχία. Ο ίδιος θέλει απλά να πιει την μπύρα του. Από εκεί και πέρα ξεδιπλώνονται οι ιστορίες που λέγαμε παραπάνω με τον νεαρό να μην μπορεί να χωνέψει ποιες έχουν συμβεί στα αλήθεια και ποιες όχι, καθώς ένας μεξικανός στην τέταρτη και τελευταία περιπέτεια, έρχεται να βάλει το κερασάκι στη τούρτα.
Ο Sears έχει καταφέρει να πετύχει την ατμόσφαιρα των ιστοριών και αυτό που βοηθάει περισσότερο είναι η επιλογή των ηθοποιών. Όλοι και όλες, φάτσες που βγαίνουν κατευθείαν μέσα από τις εξιστορήσεις του Μπουκόφσκι.

Η ταινία υπάρχει ολόκληρη στο youtube, δυστυχώς χωρίς υπότιτλους, αλλά αυτό δεν είναι κανένα πρόβλημα για εκείνους που ξέρουν αρκετά καλά αγγλικά.



Το Λιοντάρι


Από την πρώτη του εμφάνιση σε περιοδικό και στο Story Magazine (τεύχος Μάρτης – Απρίλης, 1944), ο Μπουκόφσκι δεν σταμάτησε ποτέ να στέλνει ιστορίες και ποιήματα σε μικρά και μεγάλα περιοδικά καθώς και σε ανεξάρτητα έντυπα της χώρας. Στις αρχές του ‘80 ξεκίνησε μια συνεργασία και με το Oui, magazine,  ένα αντρικό περιοδικό αισθησιακού περιεχομένου της εποχής. Τον Απρίλη του 1984 δημοσίευσε μια ιστορία στο συγκεκριμένο τεύχος του Oui με τίτλο, The Lion, η οποία είναι και μια σαφής αναφορά στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Την εικονογράφηση της ιστορίας την έκανε ο φοβερός και τρομερός  S. Clay Wilson, ενώ στο ίδιο τεύχος υπήρχε ένα αφιέρωμα στον Robert Crumb ο οποίος είχε συνεργαστεί κάμποσες φορές με τον Μπουκόφσκι και είχε δηλώσει πως ο Wilson ήταν η μεγαλύτερή του επιρροή. Πέρα από Το Λιοντάρι του Μπουκόφσκι το τεύχος είχε και μια ιστορία του Χένρυ Μίλλερ αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Το Λιοντάρι δεν έχει ανθολογηθεί σε καμία συλλογή του Μπουκόφσκι και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά στο παρόν ιστολόγιο.


Το Λιοντάρι

του Τσαρλς Μπουκόφσκι

μετάφραση: Γιάννης Ζελιαναίος

εικονογράφηση: S. Clay Wilson

μέσα από το περιοδικό, Oui, Απρίλιος 1984


Χάρρυ Σάουθμπάι, γνωστός και ως Πάπα. Ο Χάρρυ έλεγε ότι έγραφε τα πρωινά. Το τι έκανε τα απογεύματα, δεν μας το έλεγε ποτέ. Ήταν γνωστό όμως το τι έκανε τα βράδια. Ήταν κάθε βράδυ εκεί, στου «Κάφκα». Ερχόταν εκεί μέσα μετά από το βραδινό του γεύμα και καθόταν στο δικό του σεπαρέ όπου του έφερναν το μπουκάλι του κι εκείνος σερβιριζόταν μόνος του. Ήταν καλός σε αυτό. Ήταν διάσημος. Ο Πάπα Σάουθμπάι.

Τον περίμεναν. Πάντα. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ Τετάρτης δεν ήταν κάτι το διαφορετικό. Μπήκε μέσα και κάθισε στο ίδιο σεπαρέ και η Έλλη, η σερβιτόρα, του έφερε το μπουκάλι και το ποτήρι του.
«Γεια σου αδελφούλα,» είπε στην Έλλη, «Καλό σου απόγευμα.»
«Καλό σου απόγευμα, Πάπα.»
Την κοίταξε από πάνω ως κάτω καθώς άνοιγε το μπουκάλι.
«Θα ‘θελα να σε γαμήσω, Έλλη.»
«Θέλεις τίποτε άλλο, Πάπα;»
«Όχι, αυτό μου αρκεί.»
Η Έλλη προχώρησε προς τα πίσω, πήρε πάλι την θέση της πίσω από το μπαρ κι εκεί που τελείωνε η μπάρα. Στην πραγματικότητα, ο γέρος την έκανε να βαριέται. Έλεγε τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Του άρεσε η ρουτίνα. Για εκείνον, η ρουτίνα ήταν τάξη, και η τάξη τον έκανε να αισθάνεται καλά.
Έβαλε το πρώτο ποτό, το σήκωσε ψηλά, του έκλεισε το μάτι, ήπιε μια γουλιά, το έβαλε κάτω και ύστερα έβγαλε έξω την πίπα του, την γέμισε με καπνό, την άναψε. Ύστερα περιεργάστηκε αργά όλο το μπαρ και τον κάθε θαμώνα, τους κοίταξε στα μάτια τον καθένα ξεχωριστά, γνέφοντάς τους. Ύστερα κοίταξε και πάλι το ποτό του. Ήταν σχεδόν ντροπαλός καθώς ξεκινούσε η κάθε βραδιά. Και αν βρισκόταν κάποιος άγνωστος μέσα στο μπαρ, σχεδόν τον αναστάτωνε. Δεν του άρεσαν οι ξένοι. Αλλά εκείνο το βράδυ γνώριζε τους πάντες εκεί μέσα.
Όλοι τον περίμεναν. Η πίπα του βρώμαγε σαν βάλτος, δεν την καθάριζε ποτέ. Όταν βούλωνε απλά την ξεμπούκωνε με έναν ξεχαρβαλωμένο συνδετήρα.  
Ο Σάουθμπάι στράγγιξε το πρώτο του ποτό κι έβαλε άλλο ένα.
«Έι, Πάπα,» είπε ο Έντι, ένας από τους τύπους στο μπαρ, «έγραψες τίποτα σήμερα;»
«Όχι, τον έπαιζα. Εσύ έγραψες τίποτα σήμερα;»
«Όχι,» απάντησε ο Έντι, «κι εγώ τον έπαιζα.»
«Κι εγώ τον έπαιζα,» είπε ο Χένρυ, ένας άλλος τύπος στο μπαρ.
«Υπάρχει κανένας μέσα σε αυτό το μπαρ που δεν τον έπαιξε σήμερα;» ρώτησε ο Σάουθμπάι.
Πάνω στην μπάρα καθόντουσαν άλλοι τέσσερις τύποι, συν τον Άρνολντ, τον μπάρμαν, και την Έλλη.
Δεν υπήρξε καμία απάντηση.
Ο Σάουθμπάι κατέβασε μια γουλιά από το δεύτερο ποτό του. Το άφησε κάτω, τράβηξε μια τζούρα απ’ την πίπα του, κοίταξε τριγύρω.
«Το μισώ αυτό το γαμημένο μέρος, μου στραγγίζει την ψυχή.»
«Και τότε γιατί συνεχίζεις να έρχεσαι;» ρώτησε η Έλλη.
«Είναι μια ευκαιρία για την γυναίκα μου να πηδάει τον κηπουρό.»
«Δεν σε ενοχλεί αυτό;» ρώτησε ο Άρνολντ, ο μπάρμαν.
«Με ενοχλεί όταν δεν τον πηδάει. Γίνεται τόσο στριμμένη που είναι σχεδόν αδύνατο να ζήσεις μαζί της.»
«Γιατί δεν βρίσκεις μια καινούργια σύζυγο, Πάπα;»
«Ω, είναι καλή γυναίκα, μια από τις καλύτερες. Οι κάλτσες είναι πάντα τυλιγμένες μέσα στο συρτάρι δίπλα στα μαντήλια. Και τα εσώρουχα είναι πάντα άψογα στοιβαγμένα. Ποτέ δεν της ξεφεύγει τίποτα, ακόμα κι αν έξω έχουμε τυφώνα.»
«Δεν μπορείς να το κερδίσεις αυτό.»
«Μπορείς αλλά θα πρέπει να ψάξεις πάρα πολύ για να το καταφέρεις.»
Ο Σάουθμπάι τέλειωσε το ποτό του, έβαλε άλλο ένα, κοίταξε προς τα πάνω.
«Όλοι εσείς έχετε κάτι φάτσες που κουβαλάνε έναν χαρακτήρα όσο κι ένα άδειο κουτί με πούρα. Δεν ντρέπεστε για τους εαυτούς σας;»
«Φυσικά και ντρεπόμαστε, Πάπα, αλλά τι να κάνουμε;»
«Λοιπόν, για αρχή, υπάρχει η αυτοκτονία.»
«Δεν έχουμε τα κότσια να το κάνουμε, Πάπα.»
«Πολύ κακό αυτό.»
Η Έλλη σηκώθηκε πάνω, έβαλε το χέρι μέσα από το φουστάνι της κι έβγαλε έξω το ένα της βυζί.
«Πως θα σου φαινόταν να το ρουφήξεις, Πάπα.»
«Ωχ, θα ήθελα, με όλη μου την καρδιά!»
Ύστερα ο Σάουθμπάι σηκώθηκε πάνω, κατέβασε το φερμουάρ από το παντελόνι του…
«Πως θα σου φαινόταν να…»
«Πάπα,» είπε ο Άρνολντ, ο μπάρμαν, «τόλμησε να βγάλεις έξω για άλλη μια φορά το ματζαφλάρι σου και θα σε φυτέψω!»
Ο Σάουθμπάι ανέβασε το φερμουάρ και κάθισε στην θέση του.
«Γαμημένη γκόμενα! Κάποια νύχτα θα την σκίσω στα δυο!»
«Με τί;» ρώτησε η Έλλη, και ξανάβαλε το βυζί στη θέση του.
«Θα χρησιμοποιήσω το εργαλείο του κηπουρού…»
Ο Σάουθμπάι κατέβασε άλλη μια γουλιά από το ποτό του. Ύστερα άναψε και πάλι την πίπα του.
«Πάπα,» ρώτησε ένας από τους τύπους, «θα υπογράψεις την κωλοτρυπίδα μου;»
«Ναι,» απάντησε ο γέρος, «με άσπρο μελάνι.»
«Χα, χα, χα, χα!»
Τώρα τον είχαν να σολάρει, τους άρεσε έτσι.
«Πάπα, βύθισες στα αλήθεια ένα υποβρύχιο;»
«Όχι, είπα ψέματα. Κάτι άλλο ήταν.»
«Τι ήταν;»
«Μια φυσητήρας.»
«Τι είναι αυτό;»
«Λοιπόν, αυτή ήταν μια φάλαινα φυσητήρας. Αλλά όταν πήγα στη γραφομηχανή μεταμορφώθηκε σε υποβρύχιο.»
Ο Σάουθμπάι τελείωσε το ποτό του, έβαλε άλλο. Ένα πράγμα που μπορούσε να κάνει είναι να το τραβάει με το ποτό, οι αντοχές τους φαίνονταν να μην τελειώνουν ποτέ. Γι’ αυτό και δεν θεωρούσε τον εαυτό του μέθυσο, του έπαιρνε πάρα πολύ ώρα για να μεθύσει. Και μπορούσε να σταματήσει οποιαδήποτε στιγμή το ήθελε. Ποτέ δεν το έκανε αλλά μπορούσε. Σίγουρα.
«Έι, Πάπα, αληθεύει ότι εκείνος ο Καναδός σου κλώτσησε τον κώλο;»
«Δεν ήταν Κανδός, ήταν ένας βρωμογιαπωνέζος. Και με πέτυχε με μια ύπουλη γροθιά αφού είχε χτυπήσει το καμπανάκι.»
«Εμείς ακούσαμε διαφορετικές ιστορίες γι’ αυτό.»
«Λοιπόν, ήμουν εκεί, οπότε μάλλον κάτι ξέρω.»
«Αλλά μας είπες ψέματα για το υποβρύχιο.»
«Είπα ότι είπα ψέματα για το υποβρύχιο. Δεν λέω ότι είπα ψέματα για τον βρωμογιαπωνέζο.»
«Ήταν κάποιος συγγραφέας αυτός ο βρωμογιαπωνέζος;»
«Ήθελε να γίνει αλλά του έριξα τόσο πολύ ξύλο στον επόμενο γύρο όπου τα επόμενα χρόνια θόλωσε τόσο πολύ το κεφάλι του κι έγινε ερημίτης.»
Ο Σάουθμπάι έβαλε άλλο ένα ποτό. Η βραδιά φαινόταν βαρετή. Άλλη μια βαρετή βραδιά.
«Πες μας για τον πόλεμο, Πάπα.»
«Για ποιον απ’ όλους;»
«Για οποιονδήποτε;»
«Εντάξει, ήταν όλοι τους καλοί, κόλαση.»
«Αλλά ποιος ήταν ο καλύτερος;»
«Ο Ισπανικός, υποθέτω.»
«Γιατί;»
«Λοιπόν, σηκωνόμουνα κάθε πρωί με κάβλες.»
«Ύστερα τι έκανες;»
«Όπως και να ‘χε, πάντα βομβάρδιζε ο ένας τον άλλον πριν το πρωινό και όλο αυτό τελείωνε πολύ γρήγορα.»
Το μπουκάλι του Σάουθμπάι είχε αδειάσει. Η Έλλη έφερε ένα καινούργιο. Ακόμα φαινόταν καλή.
«Θα ‘θελα να σε γαμήσω, Έλλη.»
«Θέλεις τίποτε άλλο, Πάπα;»
«Όχι, αυτό μου αρκεί.»
Η Έλλη προχώρησε προς τα πίσω και πήρε πάλι την θέση της πίσω από το μπαρ κι εκεί που τελείωνε η μπάρα. Ο γέρος εξακολουθούσε να την κάνει να βαριέται. Συνέχιζε να λέει τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά.
«Μονομάχησες ποτέ με ταύρο, Πάπα;» ρώτησε ο Έντι.
«Φυσικά. Με πολλούς. Τους καλύτερους. Γενναίους ταύρους. Δεν πήρα σαν τρόπαιο ποτέ ένα αυτί ή μια ουρά αλλά πήρα μια φορά έναν βολβό. Είχα τις κινήσεις, τους ελιγμούς.»
«Νομίζω ότι μας λες μαλακίες, Πάπα,» είπε ο Έντι.
«Ναι; Θες να πάμε έξω;»
«Βέβαια.»
«Εντάξει. Κλείσε την πόρτα καθώς θα φεύγεις.»
«Μερικές φορές νομίζω πως δεν γράφεις εσύ αυτά που γράφεις.»
«Μερικές φορές δεν τα γράφω.»
Ο Σάουθμπάι έβαλε ένα ποτό από το καινούργιο μπουκάλι.
«Τι είναι θάνατος, Πάπα;» ρώτησε ο Χένρυ.
«Θάνατος είναι να χέζεις χωρίς κωλόχαρτο.»
«Μ’ αρέσεις καλύτερα όταν είσαι αστείος.»
«Κι εμένα.»
«Ακόμα πιστεύω πως δεν ξέρεις πώς να μονομαχήσεις με έναν ταύρο,» είπε ο Έντι.
«Δεν πιστεύεις, ε; Λοιπόν, έλα, θα σου δείξω.»
Ο Σάουθμπάι σηκώθηκε πάνω, τρέκλισε λίγο. Πήγε στην μπάρα.
«Ορίστε, θα χρησιμοποιήσω αυτό το πανί του μπαρ.»
Το έφερε στα χέρια του.
«Έλλη, δωσ’ μου το κραγιόν σου.»
«Για ποιόν λόγο;»
«Απλά δωσ’ μου το γαμημένο κραγιόν…»
«Θα γίνεις πούστης, Πάπα; Κάποιοι προτείνουν…»
«Κάποιοι πάντα προτείνουν. Δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν. Δωσ’ μου σε παρακαλώ το κραγιόν.»
Η Έλλη το έβγαλε από την τσάντα της και του το ‘δωσε. Ο Σάουθμπάι το κράτησε ψηλά στο φως.
«Νομίζω μας κάνει…»
Πασάλειψε κάμποσο κραγιόν πάνω στο πανί.
«Ορίστε, μια πινελιά κόκκινου… σχεδόν σκούρο φούξια… αλλά όσο γενναίος είναι ένας ταύρος άλλο τόσο ηλίθιος είναι. Μάλλον θα δουλέψει…»
Στάθηκε προς τα πίσω, έκανε έναν ελιγμό με το πανί ανά χείρας. Φαινόταν αρκετά καλό.
«Τώρα, Έντι, εσύ είσαι ο ταύρος…»
«Εντάξει, αλλά οφείλω να κερδίσω τουλάχιστον ένα ποτό απ’ όλο αυτό το πράγμα…»
«Φυσικά, βάλε ένα από το μπουκάλι μου.»
Ο Έντι πήγε προς τα εκεί κι έκανε όπως συμφώνησαν.
«Τώρα,» είπε ο Σάουθμπάι, «Θα χρειαστώ ένα σκαμπό.»
«Τι το θες;» ρώτησε ο Άρνολντ, ο μπάρμαν.
«Δεν πιστεύεις ότι θα κάτσω να χρησιμοποιήσω ένα σπαθί, το πιστεύεις;»
«Όχι, αλλά τα σκαμπό είναι βιδωμένα στο πάτωμα.»
«Κανένα πρόβλημα…»
Ο Σάουθμπάι πήγε προς ένα άδειο σκαμπό κι έσκυψε από πάνω του. Ακούστηκε ένας ήχος σαν κάτι να ξεριζώνεται και αμέσως μετά κρατούσε το σκαμπό στον αέρα.
«Τι άντρας,» είπε ο Χένρυ, «τέσσερις βίδες μέσα σε μια νύχτα.»
«Κάποια στιγμή θα σου πω και για μια νύχτα που είχα στην Βαρκελώνη.»
Ο Έντι στράγγιξε το ποτό του.
«Τι κάνω τώρα;»
«Εσύ είσαι ο ταύρος. Όταν σου κάνω μια κίνηση με τούτο εδώ το κόκκινο πανί, θα επιτεθείς!»
«Ο.Κ…»
Ο Σάουθμπάι κούνησε το πανί κι έκανε έναν ελιγμό καθώς ο Έντι έτρεξε προς τα πάνω του.
Ο Έντι έτρεξε κατευθείαν στο τραπέζι του Σάουθμπάι, έβαλε άλλο ένα ποτό και το στράγγιξε και αυτό.
«Όχι, όχι, όχι!» κραύγασε ο Σάουθμπάι.
«Παπάρια, όχι,»  είπε ο Έντι, «ακόμα κι ένας ταύρος διψάει.»
«Εννοώ, τρέχεις κατευθείαν προς τα πάνω μου με το κεφάλι κάτω! Χαμήλωσε το κεφάλι σου! Είσαι ένας ταύρος, θυμάσαι;»
«Ναι, ένας ταύρος… ένας γενναίος ταύρος…»
«Εντάξει! Ετοιμάσου να επιτεθείς!»
Ο Σάουθμπάι κούνησε το πανί και ο Έντι επιτέθηκε, κάνοντας με τα δάχτυλά του πως έχει κέρατα. Ο Σάουθμπάι έκανε πιρουέτες αφήνοντας τα κέρατα ίσα να τον αγγίζουν, περνώντας ελάχιστα δίπλα του.
Ο Έντι στριφογύριζε και ξεφυσούσε.
Ο Σάουθμπάι έβγαλε έναν ήχο, ανέμισε το πανί κρατώντας ψηλά το σκαμπό και ο Έντι επιτέθηκε και πάλι. Αλλά αυτή τη φορά ο Σάουθμπάι του την έχωσε με το σκαμπό καθώς περνούσε από δίπλα του.
Ένα από τα πόδια του σκαμπό μαχαίρωσαν τα πλευρά του Έντι.
«Ιησούς Χριστός!»
Ο Έντι ούρλιαξε κι έπεσε στο πάτωμα κρατώντας τα πλευρά του.
Κατρακύλησε και στάθηκε με την πλάτη και το ίδιο έκαναν και τα μάτια του.
«Γαμημένε τρελόγερε, με μαχαίρωσες!»
«Γαμώτο!» ούρλιαξε η Έλλη.
Έτρεξε πάνω απ’ τον Έντι και τον βοήθησε να σηκωθεί. Μαζεύτηκαν και οι άλλοι από πάνω του. Έβαλαν τον Έντι πάνω σε ένα σκαμπό και του έβγαλαν το πουκάμισο και τη φανέλα. Τα πλευρά του είχαν ένα σκίσιμο που αιμορραγούσε. Ο Άρνολντ, ο μπάρμαν, έφερε το κουτί πρώτων βοηθειών και ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στον Έντι.
«Θα το ΣΚΟΤΩΣΩ αυτό το γαμήδι τον κωλόγερο!» φώναξε.
«Ηρέμησε, Έντι, ήταν ένα ατύχημα. Είμαστε όλοι μεθυσμένοι…»
Ο Σάουθμπάι πήγε προς τα πίσω και κάθισε στο σεπαρέ του, άναψε ξανά την πίπα του κι έβαλε άλλο ένα καινούργιο ποτό.
Ούτε καν μια ουρά σαν τρόπαιο, σκέφτηκε. Απλά για έναν βολβό ματιού έγινε η όλη δουλειά…
«Ήταν σκόπιμο,» είπε ο Έντι, «αυτός ο γαμώγερος με μαχαίρωσε εσκεμμένα!»
«Χαλάρωσε Έντι, δεν είναι τόσο άσχημο. Το έχουμε αποστειρώσει. Τώρα όταν τελειώσουμε με τον επίδεσμο θα είσαι σαν καινούργιος.»
Η δουλειά τους πάνω στον Έντι συνεχιζόταν.
Ο Σάουθμπάι αναλογίστηκε το επόμενο κομμάτι του πάνω στη γραφομηχανή. Ναι, θα ήταν καλό. Κάτι για έναν παλαίμαχο ταυρομάχο. Κουράγιο ενάντια στις πιθανότητες. Παίζοντας με τον θάνατο. Σιγόβραζε μέσα του. Τον τσιγκλούσε… Η γραφομηχανή θα τραγουδούσε για χάρη του. Καθόταν ήσυχη εδώ και πολύ καιρό. Καθισμένος με αυτούς τους μέθυσους κάθε βράδυ, οι αντιληπτικές του ικανότητες είχαν αμβλυνθεί.  Αλλά δεν είχαν καταστραφεί.
Είχαν τελειώσει με τον Έντι.
Ο Έντι σηκώθηκε πάνω και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Σάουθμπάι.
«Εντάξει λοιπόν, γέρικο γαμήδι! Θα σου ξεριζώσω το αναθεματισμένο σου κεφάλι!»
Ο Σάουθμπάι κατέβασε με μια γουλιά το ποτό του, σηκώθηκε και βγήκε έξω από το σεπαρέ.
«Κοίτα, Έντι, δεν θέλουμε στ’ αλήθεια να το κάνουμε όλο αυτό.»
«Έξω από το μαγαζί μου αυτές οι μαλακίες!» φώναξε ο Άρνολντ, ο μπάρμαν.
«Συγνώμη, Άρνι,» ούρλιαξε ο Έντι, «αλλά απλά δεν μπορώ να ΠΕΡΙΜΕΝΩ!»
Και επιτέθηκε.
Ο Σάουθμπάι απέφυγε το δεξί του κροσέ, του τράβηξε μια και ο Έντι διπλώθηκε στα δυο, ύστερα τον έριξε κάτω σφυροκοπώντας τον ακριβώς πάνω στο σαγόνι.
Μπορούσες να ακούσεις τον ΗΧΟ από το χτύπημα.
Ο Έντι πεσμένος, στεκόταν στα γόνατά του. Ύστερα έπεσε με τη μούρη στο πάτωμα.
Ο Σάουθμπάι επέστρεψε στο τραπέζι του, έβαλε ένα ποτό, το κατέβασε μονοκοπανιά, πέταξε μερικά χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι. Ύστερα προχώρησε προς την έξοδο του μπαρ. Όταν έφτασε προς τα εκεί, γύρισε και κοίταξε την Έλλη.
«Θα ‘θελα να σε γαμήσω Έλλη,» είπε.
Ύστερα γύρισε, άνοιξε την πόρτα του μπαρ, την έκλεισε και εξαφανίστηκε.