Chippy Chippy Suck Nuts

Από την πρώτη του εμφάνιση σε περιοδικό και στο Story Magazine (τεύχος Μάρτης – Απρίλης, 1944), ο Μπουκόφσκι δεν σταμάτησε ποτέ να στέλνει ιστορίες και ποιήματα σε μικρά και μεγάλα περιοδικά καθώς και σε ανεξάρτητα έντυπα της χώρας. Το 1970 ξεκίνησε μια συνεργασία με το Fling Magazine - ένα αντρικό περιοδικό αισθησιακού περιεχομένου – και με την στήλη του, Hairy Fist Tales. Τον Ιανουάριο του 1971 και στο πρώτο τεύχος του Fling για εκείνη την χρονιά θα δημοσιευτεί η ιστορία του με τίτλο, Chippy chippy suck nuts. Ένα απόσπασμα μέσα από την ιστορία έγινε δισέλιδο κόμικ για λογαριασμό εκείνου του τεύχους.  Η συγκεκριμένη ιστορία μπήκε μέσα στο βιβλίο, Notes of a Dirty Old Man. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως Σημειώσεις ενός Πορνόγερου, από τις εκδόσεις Απόπειρα και σε μετάφραση Τέου Ρόμβου.

Ολόκληρο το βιβλίο στα ελληνικά μπορείτε να το κατεβάσετε ΕΔΩ.  

Μαζί με τη Μύριαμ νοικιάσαμε ένα σπιτάκι με κήπο, ήταν πολύ πρακτικά-η Μύριαμ πήγαινε στη δουλειά κι εγώ που καθόμουνα στο σπίτι φρόντιζα τις τουλίπες και τα φασόλια και πήγαινα το σκύλο βόλτα. Κι αυτό ήταν όλο κι όλο που έκανα τουλάχιστον προς το παρόν. Το νοίκι ήταν πολύ φτηνό και οι γείτονες μ' άφηναν στην ησυχία μου, ακόμα κι όταν γινόμουνα στουπί στο μεθύσι κι έκανα πολλή φασαρία. Όταν ερχόταν η μέρα να πληρώσουμε το νοίκι, έπρεπε να τρέχουμε πίσω απ' τον ιδιοκτήτη μέχρι να τον βρούμε για να πάρει τα χρήματα. Ήταν έμπορος αυτοκινήτων και κολυμπούσε στο χρήμα. Κι όταν εύσχημα αφήναμε να εννοηθεί ότι για κάποιο λόγο τον επόμενο μήνα θα καθυστερούσαμε το νοίκια καμιά δυο βδομάδες, έλεγε μόνο: «Καλώς. Μόνο θα σας παρακαλέσω θερμώς να μη δώσετε τα χρήματα στη γυναίκα μου. Τον τελευταίο καιρό ό,τι χρήματα της δώσω πάει και τα πίνει, δε θα 'θελα να πάρει κι αυτά και να τα πετάξει ηλίθια...» Τα πράγματα ήταν πολύ άνετα τακτοποιημένα. Η Μύριαμ δούλευε στενοδακτυλογράφος σ' ένα μεγάλο κατάστημα επίπλων. Τα πρωινά ήμουν συνήθως πολύ μαχμουρλής για να την πάω να πάρει το λεωφορείο, αλλά τ' απογεύματα πάντα την περίμενα με το σκύλο στη στάση. Είχαμε αυτοκίνητο, αλλά μια και εκείνη ήταν ανίκανη να το βάλει μπροστά, έμενε στη διάθεσή μου. Συνήθως κατά τις δέκα και μισή, σηκωνόμουνα με το πάσο μου, κοίταζα τα λουλούδια, έπινα τον καφέ μου και μια μπίρα, έβγαινα στην αυλή και καθόμουνα κι έτριβα την κοιλιά μου. Μετά έπαιζα με το σκύλο-κάτι που 'ταν πολύ κουραστικό, μια κι ήταν τεράστιο ζώο, μεγαλύτερο κι από μένα τον ίδιο. Γι' αυτό ξανάμπαινα γρήγορα στο σπίτι και ταχτοποιούσα λίγο, έφτιαχνα το κρεβάτι, μάζευα τ' άδεια μπουκάλια κι έπλενα τα πιάτα. Μια καινούρια μπιρίτσα, μια γρήγορη ματιά στο ψυγείο για να 'μαι σίγουρος ότι υπάρχει κάτι για να φάει εκείνη, κι η ώρα είχε φτάσει για τον ιππόδρομο. Όταν τελείωνε η τελευταία κούρσα, μόλις που κατάφερνα να την προλάβω στη στάση. Ήταν μια όμορφη ζωή. Δεν ήταν δηλαδή ακριβώς όπως η ζωή στο Μόντε Κάρλο, αλλά εγώ ένιωθα μια χαρά έτσι. Στο κάτω κάτω δεν ήμουνα και πολύ καλομαθημένος. Κοιμόμουνα πολύ, αισθανόμουνα όμορφα και γαμούσα καλύτερα από ποτέ. Στ' αλήθεια, δεν ήταν καθόλου άσχημα. Παρ' όλα αυτά το 'νιωθα ότι στη συνέχεια δεν θα εξελισσόντουσαν τα πράγματα τόσο καλά. Αυτό άρχισε με το που γνώρισα την κυρία που έμενε στο μεγάλο σπίτι απέναντι στο δικό μας. Στην αρχή ήταν μια αθώα γνωριμία. Καθόμουνα στα σκαλοπάτια πίνοντας την μπίρα μου και πότε πότε πέταγα το τόπι στο σκύλο που μου το ξανάφερνε τρέχοντας. Εκείνη βγήκε στον κήπο, άπλωσε μια κουβέρτα στο γρασίδι και ξάπλωσε να κάνει ηλιοθεραπεία. Κοίταξα με πολλή προσοχή για να βεβαιωθώ ότι φορούσε μπικίνι. Ένα μπικίνι φτιαγμένο από μερικές κλωστές. Κι είχε μια ΚΟΡΜΑΡΑ η κυρία... Τις πρώτες μέρες περιοριζόμαστε σ' ένα γεια. Έλεγε ένα «γεια», έλεγα «γεια» και δεν μιλούσαμε περισσότερο. Έπρεπε να προσέχω. Η Μύριαμ γνώριζε όλο τον κόσμο στη γειτονιά. Όμως αυτή η ΚΟΡΜΑΡΑ. Πότε πότε η φύση έφτιαχνε κι ένα κορμί με τέλειες αναλογίες ακόμη και στα πισινά. Συνήθως τα πισινά χορεύουν τελείως άσχετα από το υπόλοιπο κορμί-κι είναι ή πολύ μεγάλος ο κώλος, ή πολύ πλάκα, ή πολύ στρογγυλός, ή όχι αρκετά στρογγυλός, ή κρέμεται χωρίς λόγο σαν να προλάβανε να τον κολλήσουνε μόλις την τελευταία στιγμή. Ο κώλος είναι το πρόσωπο της ψυχής του σεξ. Σ' αυτή τη γυναίκα όλα ήταν τέλεια, ακόμη κι ο κώλος. Με τον καιρό έμαθα πως τη λέγανε Ρένι κι ότι δούλευε σαν στριπτιζού σ' ένα μικρό καμπαρέ στη Δυτική λεωφόρο. Στο πρόσωπο είχε μερικές σκληρές ρυτίδες. Ένα τυπικό πρόσωπο του Λος Άντζελες. Καταλάβαινες ότι είχε περάσει πολλά στην πρώτη της νεότητα και τώρα είχε γίνει προσεκτική και φόραγε ένα ύφος που έλεγε: να πάτε να γαμηθείτε, τώρα κανονίζω εγώ ποιος θα τρώει τις καρπαζιές. Κάποιο πρωινό μού είπε: «Ξέρετε πρέπει να κάνω πια ηλιοθεραπεία στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τις προάλλες που έκανα εδώ μπροστά ήρθε αυτός ο γεροβρωμιάρης που μένει δίπλα και άπλωσε το κουλό του να μου βάλει χέρι». «Σοβαρά;» «Ναι, ο γεροτράγος, είναι σίγουρα εβδομήντα, κι όμως τα βρωμόχερά του δεν μπορεί να τα συγκρατήσει. Έχει φράγκα, αλλά δε με νοιάζει. Υπάρχει κάποιος που φέρνει τη γυναίκα του στον κωλόγερο. Κι αυτός τη βάζει στα πούπουλα και ξαπλώνει κι αυτός, κι όλη τη μέρα είναι ξάπλα, πίνουνε και πηδιούνται. Το βράδυ έρχεται ξανά ο σύζυγος και παίρνει τη γυναίκα του. Φαίνεται πως αυτοί οι δυο ελπίζουνε ότι όταν ο γέρος τα τινάξει θα τους αφήσει τα λεφτά του. Τέτοιοι τύποι μ' αρρωσταίνουν. Εκεί που δουλεύω ο τύπος που έχει το μαγαζί είναι ένας μπόγος, μακαρονάς, που λέγεται Γκρεγκάριο. Μου λέει μια μέρα: "Μωρό μου, για να δουλέψεις στο μαγαζί μου πρέπει να είσαι στη διάθεσή μου όλη την ώρα και όχι μόνο την ώρα που βγαίνεις στη σκηνή". Κι εγώ του είπα: "Άκου να σου πω, Τζωρτζ, εγώ είμαι Καλλιτέχνις. Αν το νούμερό μου δε σου κάνει έτσι όπως είναι, τότε εγώ παραιτούμαι! "Τηλεφώνησα σ' ένα φίλο μου και πήγαμε εκεί πέρα και πήραμε τα πράγματά μου. Δεν προλάβαμε να γυρίσουμε καλά καλά σπίτι μου και χτυπάει το τηλέφωνο. Φυσικά ο Γκρεγκάριο. "Κοίτα να δεις, γλύκα", είπε, "πρέπει να γυρίσεις. Το μαγαζί δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς εσένα! Όλοι για σένα ρωτάνε. Σε παρακαλώ έλα πίσω, μωρό μου. Σε σέβομαι σαν Καλλιτέχνιδα και σαν γυναίκα. “Είσαι η καλύτερή"». «Έχετε διάθεση για μια μπιρίτσα;» τη ρώτησα εγώ. «Και βέβαια». Πήγα μέσα στο σπίτι κι έβγαλα μερικά μπουκάλια απ' το ψυγείο. Η Ρένι ήρθε στα σκαλοπάτια της βεράντας κι εκεί καθίσαμε και τα ήπιαμε. «Τι κάνεις όλη μέρα;» με ρώτησε. «Προς το παρόν απολύτως τίποτα». «Έχεις μια όμορφη φιλενάδα». «Ναι, είναι πολύ εντάξει». «Και τι έκανες παλιότερα;» «Ότι μπορείς να βάλεις στο μυαλό σου. Τις πιο άθλιες δουλειές. Τίποτα το συνταρακτικό». «Μιλήσαμε με τη Μύριαμ. Μου είπε ότι ζωγραφίζεις και ότι γράφεις ποιήματα. Είσαι καλλιτέχνης». «Σε πολύ σπάνιες στιγμές είμαι καλλιτέχνης, τον υπόλοιπο χρόνο δεν είμαι τίποτα». «Θα 'θελα πολύ να δεις το νούμερό μου». «Δεν κάνω κέφι αυτά τα καμπαρέ». «Έχω ένα πάλκο στην κρεβατοκάμαρά μου». «Τι;» «Έλα, θα σου δείξω». Πήγαμε στο σπίτι της. Και πράγματι είχε ένα πάλκο στην κρεβατοκάμαρά της. Κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το δωμάτιο. Στο πλάι, ένα μέρος του δωματίου χωριζόταν με μια κουρτίνα. Μου έφερε ένα ουίσκι. Μετά ανέβηκε στη σκηνή και εξαφανίστηκε πίσω απ' την κουρτίνα. Χώθηκα στο κρεβάτι και ασχολήθηκα με το πιοτό μου. Τότε άκουσα τη μουσική: «Slaughter on Tenth Avenue». Κι αμέσως μετά η κουρτίνα άνοιξε στη μέση και βγήκε λικνιζόμενη σαν φίδι. Άδειασα το ποτήρι μου με μια ρουφηξιά και αποφάσισα για κείνο το απόγευμα να μην πάω στον ιππόδρομο. Τα ρούχα της πέφτανε το ένα μετά το άλλο. Άρχισε να βογκάει και ν' ανασαίνει βαριά. Μου είχε βάλει το μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι. Άπλωσα το χέρι μου και γέμισα το ποτήρι. Στο μεταξύ, εκείνη είχε μείνει με τα κρόσσια της κι ένα καλυμματάκι από χάντρες μπροστά της. Όταν κουνούσε τους γοφούς της προς τα μπρος έβλεπα τη μαγική τρυπίτσα. Και τότε τελείωσε ο δίσκος. Ήταν πραγματικά πολύ καλή. «Μπράβο, μπράβο», τη χειροκρότησα. Κατέβηκε, ήρθε κοντά μου και άναψε τσιγάρο. «Σου άρεσε πραγματικά;» «Σίγουρα. Τώρα κατάλαβα τι εννοεί ο Γκρεγκάριο όταν λέει ότι είσαι κλάση». «Εντάξει, τι εννοεί λοιπόν.» «Πρώτα πρώτα χρειάζομαι ένα ποτηράκι». «Ωραία. Θα πιω και εγώ ένα». «Λοιπόν κλάση είναι κατιτί που φαίνεται, το νιώθεις. Δεν μπορείς να το εξηγήσεις με λόγια. Οι ακροβάτες για παράδειγμα όταν μπαίνουν στο στίβο. Έχουν κάτι στο περπάτημά τους, στον τρόπο που στέκονται. Κάτι που λάμπει από ΜΕΣΑ προς τα έξω. Κι αυτό το έχεις κι εσύ όταν χορεύεις. Ολόκληρος ο χορός σου ζωντανεύει απ' αυτό που έχεις μέσα σου». «Ναι, αυτό ακριβώς αισθάνομαι κι εγώ. Δεν είναι για μένα απλά μηχανικά, σεξουαλικά κουνήματα. Είναι ένα αίσθημα. Μέσα μου μιλάω και τραγουδάω τη στιγμή που χορεύω». «Μάρτυρας ο Θεός, το παρατήρησα ότι το κάνεις». «Όμως ξέρεις κάτι, ευχαρίστως θα σ' άκουγα να μου κάνεις κριτική. Θα 'θελα να μου δώσεις ερεθίσματα. Θέλω να γίνω καλύτερη. Γι' αυτό έχω φτιάξει αυτό το πάλκο εδώ μέσα, για εξάσκηση. Μίλα μου και διόρθωνέ με την ώρα που θα χορεύω. Μη σε πειράζει, λέγε μου οτιδήποτε σου 'ρχεται». «ΟΚ μερικά ποτηράκια ακόμη και υποθέτω ότι θα σπάσει ο πάγος». «Βέβαια. Σερβιρίσου μόνος σου». Εξαφανίστηκε πάλι πίσω απ' την κουρτίνα. Όταν ξαναφάνηκε φορούσε άλλο κουστούμι. Και είχε βάλει άλλο δίσκο. «When a New York baby says goodnight it’s earI in the moming goodnight sweetheart». Η μουσική ήταν πολύ δυνατή κι αναγκαζόμουνα να ουρλιάζω. Ένιωθα σαν ένας από κείνους τους ανώμαλους λιπαρόκωλους σκηνοθέτες του Χόλλυγουντ. «ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣ ΣΤΟ ΓΔΥΣΙΜΟ. ΕΙΝΑΙ ΧΥΔΑΙΟ. ΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ, ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ, ΑΦΗΝΕΣΑΙ ΕΔΩ ΚΑΤΩ ΜΠΡΟΣΤΑ Σ' ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΝΤΑ8ΑΔΕΣ. ΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΧΕ ΜΟΥΝΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ Ο ΘΕΟΣ. ΧΑΛΑΡΩΣΕ ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΗ, ΜΗ ΣΦΙΓΓΕΣΑΙ. ΣΚΕΨΟΥ OTI ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΑΓΙΑ, ΕΙΣΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ! ΔΕΙΞΕ ΤΟΥΣ ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ!» Ήπια το ουίσκι μου. Βρήκα κι ένα πακέτο τσιγάρα στο κρεβάτι και κάπνιζα το ένα πίσω απ' τ' άλλο. «ΝΑΙ. ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΚΕΠΤΕΣΑΙ OTI ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΟΝΗ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΟΙΝO. ΚΑΙ ΛΑΧΤΑΡΑΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ. ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΕΞ ΚΑΙ BΑΣΑΝΙΖΕΣΑΙ!» Το κουστούμι της άρχισε να χάνεται. «ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΠΕΣ ΚΑΤΙ, ΕΤΣΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ! ΨΙΘΥΡΙΣΕ ΚΑΤΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΟΥ, ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΩΜΟ ΣΟΥ ΕΝΩ ΑΠΟΣΥΡΕΣΑΙ ΑΠ' ΤΟ ΠΑΛΚΟ! Ο,ΤΙ ΣΟΥ 'ΡΘΕΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ! ΠΕΣ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ, ΠΕΣ: "ΡΟΤΑTOES HURL MIDNIGHT ONΙONS !"» «Potatoes hurl midnight onions!» ψιθύρισε εκείνη. «ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΟΧΙ! Να πεις κάτι δικό σου!» «Chippy chippy suck nuts!» μουρμούρισε πάλι. Παραλίγο να καταπιώ το τσιμπίδι για τα παγάκια. Γέμισα στα γρήγορα το ποτήρι μου. «ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΕΜΠΟ, Σ' ΟΛΟ ΣΟΥ ΤΟ ΚΟΥΝΗΜΑ! ΠΕΤΑ TIΣ ΚΛΩΣΤΙΤΣΕΣ! ΔΕΙΞΕ ΜΟΥ ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΜΟΥΝΙ ΣΟΥ!» Το έκανε. Όλο το δωμάτιο γέμισε φλόγες. «ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ! ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ! ΣΑΝ ΝΑ 'ΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ! ΣΑΝ ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΩ ΣΟΥ!» Κι έβαλε μπροστά. Έμεινα άφωνος. Το τσιγάρο μου 'καψε τα δάχτυλα. «ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΟΚΚΙΝΙΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ!» Κοκκίνισε πραγματικά. «ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΙΟ ΑΡΓΑ! ΑΡΓΑ! ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ! ΕΛΑ ΣΕ ΜΕΝΑ! ΑΡΓΑ, ΑΡΓΑ!... ΟΛΟΣ Ο ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΕΚΕΙ ΜΕ ΣΗΚΩΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΨΩΛΕΣ! ΕΛΑ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ! ΝΑΙΑΙΑΙ!...» Ήμουν έτοιμος να πηδήξω στη σκηνή όταν εκείνη ξαναμουρμούρισε: «Chippy chippy suck nuts!» Και ήταν πια πολύ αργά. 'Εχυσα μέσ' στο παντελόνι. Άδειασα άλλο ένα ποτηράκι, τη χαιρέτησα και γύρισα στο σπίτι μου. Έκανα ένα μπανάκι, ξυρίστηκα, έπλυνα τα πιάτα, πέρασα τη λαιμαριά στο σκύλο και ίσα ίσα που προλάβαινα να πάω στη στάση για να πάρω τη Μύριαμ. Ήτανε κουρασμένη και εξαντλημένη. «Τι μέρα κι αυτή», μου είπε, «μας στείλανε μια απ' αυτές τις ηλίθιες καινούριες για να λαδώσει τις γραφομηχανές. Και μετά δε δουλεύανε καθόλου. Πήγαμε και φέραμε έναν τεχνίτη απ' το συνεργείο. Αυτός μας έβαλε τις φωνές. "Ποιος λάδωσε όλες τις μηχανές!" Και τότε ήρθε ο Κόννερς και μας έβαλε χέρι που είχαμε καθυστερήσει κι έπρεπε να τελειώσουμε τους λογαριασμούς. Βάραγα με τέτοια δύναμη τα πλήκτρα που δεν αισθάνομαι πια τα δάχτυλά μου καθόλου». «Παρ' όλα αυτά είσαι στις ομορφιές σου, μωρό μου», της είπα εγώ, «θα κάνεις τώρα ένα ωραίο ζεστό μπανάκι και μετά θα πιεις μερικά ποτηράκια και θα αισθανθείς περίφημα. Έχω έτοιμες πατάτες τηγανιτές, μπριζόλες και ντοματοσαλάτα και ένα ολόφρεσκο καυτό ακόμη σκορδόψωμο». Αργότερα εκείνη χώθηκε σε μια πολυθρόνα, κλότσησε σε μια γωνιά τα παπούτσια της και είπε: «Είμαι ψόφια στην κούραση. Της έφερα ένα ποτό. Ήπιε μια γουλιά και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. «Πόσο όμορφα είναι τα μοσχομπίζελα όταν τα χτυπάει ο απογευματινός ήλιος», είπε μ' έναν αναστεναγμό. Ήταν ένα αξιαγάπητο κοριτσάκι απ' το Νέο Μεξικό. Λοιπόν, είδα τη Ρένι μερικές φορές ακόμη, αλλά δεν ήταν ποτέ όπως εκείνη την πρώτη φορά, κι ούτε έγινε και τίποτα μεταξύ μας. Πρώτον έπρεπε να προσέχω λόγω Μύριαμ και δεύτερον είχα ανέβει ψηλά στην υπόληψη της Ρένι, που ήθελε να τη βλέπω σαν Καλλιτέχνιδα και σαν Κυρία και σχεδόν το πίστεψα κι εγώ ο ίδιος. Και κάθε μεταξύ μας οικειότητα θα κατέστρεφε την αυστηρή σχέση καλλιτέχνη-κριτικού. Άλλωστε έτσι όπως ήταν το πράγμα είχε περισσότερη πλάκα. Και όταν τελικά χάλασε η ιστορία μου με τη Μύριαμ δεν ήταν η Ρένι που έφταιγε αλλά μια κουτή και χοντρή κοπέλα που ήταν στο γκαράζ πίσω από το σπίτι μας. Ήρθε μια μέρα κατά τις 10 το πρωί για να δανειστεί λίγο καφέ ή ζάχαρη. Φορούσε μια λεπτή ρόμπα κι από μέσα ήταν γυμνή. Όπως έσκυψε για να πάρει τον καφέ, ή ό,τι τέλος πάντων είχε ζητήσει, πεταχτήκανε οι ρόγες της έξω. Ήταν κάτι πολύ τετριμμένο. Εκείνη όμως κατακοκκίνισε κι άρχισε να φτιάχνεται γρήγορα. Ένιωσα ότι η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να παραζεσταίνεται. Σαν να με διαπερνούσε μια μάζα από καθαρή ενέργεια και να μ' επηρέαζε διαρκώς. Την αμέσως επόμενη μέρα την είχα αρπάξει. Σκέφτηκα ότι πιθανότατα ο άντρας της βρισκότανε εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από ένα αμάξι και μ' ένα βρώμικο κλειδί στο χέρι δούλευε βρίζοντας. Τη ρυμούλκησα μέχρι το υπνοδωμάτιο. Ήταν μια μικροκαμωμένη παχουλή κούκλα από βούτυρο. Ήταν ωραία. Και μετά έφυγε. Δεν είπαμε ούτε μια κουβέντα όλη την ώρα. Τρία βράδια αργότερα, ενώ καθόμαστε άνετα και ωραία και πίναμε ένα ποτό, η Μύριαμ είπε: «Άκουσα ότι πήδηξες την κοντόχοντρη εδώ από πίσω». «Μπα», είπα εγώ, «δεν είναι και τόσο χοντρή». «Αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο. Σε καμιά περίπτωση δε γουστάρω κάτι τέτοιο τουλάχιστον όσο θα είμαι εγώ που θα φροντίζω για τα χρήματα εδώ μέσα. Με μας τους δυο λοιπόν τέρμα». «Μπορώ να μείνω τουλάχιστον απόψε το βράδυ;» ρώτησα. «Όχι» «Μα πού να πάω;» «Δε μ' ενδιαφέρει, πήγαινε στο διάολο». «Ύστερα από τόσο καιρό που είμαστε μαζί;» «Ναι, ύστερα από τόσο καιρό, μάλιστα». Προσπάθησα να τη μεταπείσω. Δεν γινότανε τίποτα. Θύμωνε όλο και πιο πολύ. Τα μάζεψα στα γρήγορα. Τα λίγα παλιόρουχά μου δεν γεμίσανε ούτε μέχρι τη μέση τη χάρτινη βαλίτσα μου. Ευτυχώς είχα μερικά λεφτά. Βρήκα ένα όμορφο και φτηνό διαμέρισμα στην Κίνγκσλεϋ ντράιβ. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω πώς έμαθε η Μύριαμ για τη χοντρή μικρούλα και δεν έμαθε για τη Ρένι. Αλλά μάλλον το ήξερε κι αυτό. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν όλες απ' το ίδιο πάπλωμα. Οι γυναίκες έχουν ένα δικό τους τρόπο να συνεννοούνται. Καμιά φορά κατηφόριζα με τ' αμάξι τη Δυτική λεωφόρο, έβλεπα την επιγραφή του καμπαρέ. Ήτανε τ' όνομά της «Ρένι Φοξ». Αλλά δεν ήταν η μεγαλύτερη ατραξιόν. Ήταν κάποια άλλη που τ' όνομά της φάνταζε με μεγάλα νέον γράμματα. Το Ρένι ήταν μαζί με δυο τρία άλλα από κάτω. Δεν μπήκα ποτέ μέσα. Τη Μύριαμ την ξαναείδα άλλη μια φορά μπροστά σ' ένα Θρίφτυ Ντράγκστορ. Είχε μαζί της και το σκύλο. Τον χάιδεψα λιγάκι. «Μάλιστα», είπα, «τουλάχιστον του σκύλου του λείπω». «Το ξέρω ότι του λείπεις», είπε εκείνη. «Γι' αυτό τον πήρα μια φορά και ήρθα στο σπίτι σου, αλλά την ώρα που 'θελα να χτυπήσω το κουδούνι σου, άκουσα από μέσα ένα ψώνιο να χαχανίζει. Δεν ήθελα να ενοχλήσω και γι' αυτό έφυγα». «Μάλλον στη φαντασία σου θα έγινε αυτό. Στο σπίτι μου δεν έχει μπει ποτέ κανείς». «Κι όμως δεν το φαντάστηκα». «Άκουσέ με», είπα εγώ. «Θα 'θελες να περάσω κανένα βραδάκι απ' το σπίτι». «Όχι, να λείπει. Έχω τώρα έναν πολύ καλό φίλο. Κι έχει και μια καλή δουλειά. Αυτός ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ, καταλαβαίνεις; Κι ούτε έχει προβλήματα που δουλεύει!» Και μ' αυτό μου γύρισε την πλάτη της και χάθηκαν γυναίκα και σκύλος απ' τη ζωή μου. Τους κοίταξα έτσι όπως έφευγαν. Ο πισινός της κουνιότανε πέρα δώθε. Μπήκα στ' αμάξι μου. Περίμενα στη διασταύρωση μέχρι ν' ανάψει το πράσινο. Μετά πάτησα το γκάζι κι έφυγα. Απ' την άλλη μεριά.



Ποίημα Για Τα 43α Γενέθλιά Μου


Γενέθλια του Χανκ σήμερα και σε δυο χρόνια την ίδια μέρα θα μιλάμε για έναν αιώνα από την γέννησή του! Κάπου εκεί στο 1963 και στις 16 Αυγούστου, ο Μπουκόφσκι γιόρταζε τα 43α γενέθλιά του με ένα ποίημα μέσα σε ένα δωμάτιο. Στην φώτο από πάνω τον βλέπουμε στα 6α του γενέθλια καβάλα σε ένα πόνι, φωτογραφία που ανοίγει το βιβλίο – λεύκωμα του Howard Sounes, Bukowski in Pictures. Χρόνια πολλά στο φάντασμά του και εις υγείαν μέχρι του χρόνου…

Ποίημα Για Τα 43α Γενέθλιά Μου

Να καταλήγεις μόνος
σε έναν τάφο ενός δωματίου
χωρίς τσιγάρα
ή κρασί -
απλά μια λάμπα
και μια μπυροκοιλιά,
γκριζομάλλης,
και χαρούμενος που έχεις
το δωμάτιο.

… το πρωί
αυτοί είναι εκεί έξω
βγάζοντας χρήματα:
δικαστές, ξυλουργοί,
υδραυλικοί, γιατροί,
εφημεριδοπώληδες, αστυνομικοί,
μπαρμπέρηδες, καθαριστές αυτοκινήτων,
οδοντίατροι, ανθοπώληδες,
σερβιτόρες, μάγειρες,
ταξιτζήδες…

κι εσύ γυρίζεις
στο αριστερό σου πλευρό
για να ‘χεις τον ήλιο
στην πλάτη σου
και μακριά
από τα μάτια σου.


Μτφ. Γιάννης Ζελιαναίος

Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε το 1963 στο 12ο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού Wormwood Review. Αργότερα συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία, The Roominghouse Madrigals: Early Selected Poems 1946-1966, (Black Sparrow Press, 1988).